Η «Μήδεια» δεν ήταν πρωτόγνωρο φαινόμενο, εκτιμούν οι ερευνητές της υπηρεσίας meteo του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών Κ. Λαγουβάρδος, B. Κοτρώνη και Σ. Ντάφης, οι οποίοι παρουσίασαν έξι ερωτήσεις και απαντήσεις σχετικά με την κακοκαιρία.
Η κακοκαιρία «Αριάδνη» την περίοδο 5-11 Ιανουαρίου 2017 (η πρώτη κακοκαιρία στην οποία το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών/meteo.gr έδωσε όνομα) είχε επηρεάσει με χιονοπτώσεις σε κατοικημένες περιοχές σχεδόν το σύνολο της χώρας, ενώ η «Μήδεια» επηρέασε μικρότερη γεωγραφική περιοχή. Στην Αθήνα, το ύψος του χιονιού την Τρίτη 16/02/2021 ήταν εφάμιλλο της κακοκαιρίας 17-18/02/2008 και αυτής της 4-6/01/2002.
Όσον αφορά τα κύρια χαρακτηριστικά της «Μήδειας», ήταν μια πολύ ισχυρή ψυχρή εισβολή με διάρκεια φαινομένων τεσσάρων ημερών (Σάββατο 13/02-Τρίτη 16/02), τα οποία επηρέασαν το σύνολο της χώρας. Οι ψυχρές αέριες μάζες προερχόμενες από τη Βόρεια Ευρώπη συνδυάστηκαν με τις αρκετά θερμότερες και υγρές αέριες μάζες της Μεσογείου και η συνάντησή τους προκάλεσε τη δημιουργία ισχυρών βαρομετρικών συστημάτων στην περιοχή μας. Παρόλο που η διάρκεια των φαινομένων ήταν τέσσερις ημέρες, ισχυρός παγετός τις πρωινές ώρες θα παρατηρείται τουλάχιστον ως και τις πρωινές ώρες της Παρασκευής 19/02.
Οι πιο εντυπωσιακές θερμοκρασιακές καταγραφές κατά τη διάρκεια της «Μήδειας» ήσαν, πέραν του ύψους χιονιού στην Αττική, ο πολύ ισχυρός παγετός στη Δυτική Μακεδονία με -25,1°C στον Νέο Καύκασο Φλώρινας το πρωί της Τρίτης 16/02 (η χαμηλότερη θερμοκρασία που έχει καταγραφεί από το δίκτυό του ΕΑΑ-meteo σε όλους τους σταθμούς του τα τελευταία 15 έτη), οι -24,8°C στον ίδιο σταθμό και οι -20,4°C στην Πτολεμαΐδα το πρωί της Τετάρτης 17/02.
Το φαινόμενο «ήταν προβλέψιμο σε πολύ μεγάλο βαθμό», σύμφωνα με τους επιστήμονες του Αστεροσκοπείου, οι οποίοι από την Τετάρτη 10/02 είχαν ανακοινώσει την έλευση της ψυχρής αέριας μάζας, τη «βάφτισαν» και στη συνέχεια έκαναν συνολικά 17 ανακοινώσεις για την κακοκαιρία, ενώ συνέλλεξαν τεράστιο όγκο δεδομένων από τις καταγραφές του δικτύου μετεωρολογικών σταθμών.
Στο ερώτημα αν στην Ελλάδα υπάρχει επάρκεια υποδομών για την παρακολούθηση τέτοιων έντονων καιρικών φαινομένων, η απάντηση είναι ότι «υπάρχει διεθνής καλή πρακτική και τεχνογνωσία σε εθνικό επίπεδο, αλλά απαιτείται επένδυση σε μετρητικές υποδομές και ολοκλήρωσή τους σε συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης». Επίσης θα πρέπει να καλυφθούν αρκετές ακόμη περιοχές της χώρας μας με μετεωρολογικούς σταθμούς.
Ακόμη προτείνεται η δημιουργία ενός ολοκληρωμένου συστήματος συλλογής σχετικών πληροφοριών και μετάδοσής τους προς την Πολιτεία και τους πολίτες, η επένδυση σε επιστημονικά όργανα, η ανάπτυξη διαδικασιών παραγωγής εξειδικευμένων ειδοποιήσεων σε συνεργασία με τους τοπικούς φορείς (Περιφέρειες, Δήμους) και στη συνέχεια η μετάδοση της πληροφορίας αυτής στους πολίτες (πχ. μέσω εφαρμογών σε κινητά τηλέφωνα). Αυτό μπορεί να ισχύει και για προειδοποιήσεις σχετικά με ισχυρούς άνεμους, ακραίες βροχοπτώσεις και δασικές πυρκαγιές.