«Πονοκέφαλο» στους κεντρικούς τραπεζίτες προκαλεί ο «ποταμός» ρευστότητας που παραμένει εκτός τραπεζικού συστήματος, δυσχεραίνοντας την άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων. Εξάλλου, η καταγεγραμμένη, τον Δεκέμβριο, αύξηση των καταθέσεων δεν πείθει ότι οι ιδιώτες αποφάσισαν να εμπιστευθούν τις τράπεζες.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία από τον τελευταίο ισολογισμό της Τράπεζας της Ελλάδος (2018), ούτε τον περασμένο χρόνο άρχισε να ξεπερνιέται το πρόβλημα της έλλειψης εμπιστοσύνης στο τραπεζικό σύστημα, όπως αυτό αντανακλάται σε ένα κρίσιμο νομισματικό μέγεθος, το νόμισμα σε κυκλοφορία.
Στο τέλος Δεκεμβρίου, το νόμισμα σε κυκλοφορία αυξήθηκε, σε σχέση με το τέλος Δεκεμβρίου 2017 από 29,9 σε 31,1 δισ. ευρώ, ή περίπου κατά 4%, δηλαδή αρκετά ταχύτερα από την εκτιμώμενη αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ.
Η μεγάλη αύξηση του χρήματος που κινείται «ελεύθερα» στην οικονομία, δηλαδή παραμένει εκτός τραπεζικού συστήματος, δεν είναι χθεσινό φαινόμενο, αλλά παρατηρείται σταθερά στα χρόνια της κρίσης, ιδιαίτερα από τη στιγμή που τέθηκε σε αμφισβήτηση η παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη.
Υπό τον φόβο ακραίων συνεπειών της κρίσης, ο ιδιωτικός τομέας προτιμά ως ασφαλέστερη τη διατήρηση ρευστότητας εκτός τραπεζών, πολύ μεγαλύτερης από όση απαιτείται για την ομαλή λειτουργία της οικονομίας. Σε «κανονικές» εποχές, προ της κρίσης, η ρευστότητα εκτός τραπεζών έφθανε το 6% του ΑΕΠ, σήμερα ξεπερνά το 16%!
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα παρακολουθεί με μεγάλη προσοχή την εξέλιξη του νομίσματος σε κυκλοφορία και προβληματίζεται από την αύξησή του, τη στιγμή που η βελτίωση των μακροοικονομικών συνθηκών θα έπρεπε να οδηγεί σε μείωση.
Αυτός, άλλωστε, είναι και ένας από τους βασικούς λόγους, για τους οποίους η ΕΚΤ δεν επέτρεψε στην κυβέρνηση, μετά την ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης, να προχωρήσει σε σημαντική χαλάρωση των capital controls, αλλά μόνο σε «διακοσμητικές» αλλαγές, ενώ γενικά η Φρανκφούρτη κρατά πολύ αυστηρή στάση σε σχέση με αλλαγές στο περιοριστικό καθεστώς, οι οποίες θα διευκόλυναν την αποθησαύριση μετρητών.
Την ίδια στιγμή, τα στοιχεία για την πορεία των καταθέσεων, κατά τον τελευταίο μήνα του 2017, δεν κρίνονται ικανοποιητικά, παρότι καταγράφεται σημαντική αύξηση των καταθέσεων των νοικοκυριών.
Οι καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα αυξήθηκαν μεν κατά 2,54 δισ. ευρώ, με την αύξηση αυτή να προέρχεται αποκλειστικά από τα νοικοκυριά (οι καταθέσεις επιχειρήσεων είχαν μικρή μείωση), αλλά, την ίδια στιγμή, μειώθηκαν κατά 3,275 δισ. ευρώ οι καταθέσεις του Δημοσίου.
Ουσιαστικά, δηλαδή, οι εκροές από πλευράς Δημοσίου για αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων, κοινωνικού μερίσματος και άλλων παροχών, εμφανίσθηκαν ως αύξηση καταθέσεων των νοικοκυριών στις τράπεζες, χωρίς όμως να εισρέει στο τραπεζικό σύστημα νέο χρήμα από αυτό που επίμονα κρατούν οι ιδιώτες σε στρώματα, σεντούκια και θυρίδες…