Στις αρχές του 2025 όλα έδειχναν ότι οι εμπορικές σχέσεις Ινδίας και ΗΠΑ βρίσκονταν στο κατώφλι μιας νέας εποχής. Ο Ναρέντρα Μόντι ήταν από τους πρώτους ξένους ηγέτες που συναντήθηκαν με τον νεοεκλεγέντα τότε πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, με τις δύο πλευρές να δεσμεύονται για διπλασιασμό του διμερούς εμπορίου στα 500 δισ. δολάρια έως το 2030 και για ταχεία κατάληξη σε μια «αμοιβαία επωφελή» συμφωνία.
Δέκα μήνες αργότερα, το σκηνικό έχει αλλάξει δραματικά. Η Ινδία συγκαταλέγεται πλέον στις χώρες με τους υψηλότερους δασμούς παγκοσμίως, με επιβαρύνσεις που ξεπερνούν ακόμη και εκείνες της Κίνας, παρά το γεγονός ότι Ουάσιγκτον και Νέο Δελχί έχουν σαφή οικονομικά κίνητρα να καταλήξουν σε συμφωνία. Οι ΗΠΑ αναζητούν αξιόπιστους εταίρους εφοδιαστικής αλυσίδας εκτός Κίνας, ενώ η Ινδία χρειάζεται πρόσβαση στην αμερικανική αγορά για να στηρίξει το εξαγωγικό της μοντέλο ανάπτυξης.
Παρόλα αυτά, οι διαπραγματεύσεις φαίνεται να έχουν «κολλήσει». Πρόσφατος γύρος συνομιλιών στο Νέο Δελχί ολοκληρώθηκε χωρίς πρόοδο, αναδεικνύοντας τα βαθιά πολιτικά και οικονομικά εμπόδια.
Στην καρδιά της διαφωνίας βρίσκονται οι δασμοί και, κυρίως, η γεωργία, ένας τομέας με τεράστια πολιτική βαρύτητα στην Ινδία, τον οποίο η κυβέρνηση Μόντι διστάζει να ανοίξει στον αμερικανικό ανταγωνισμό.
Οι ΗΠΑ πιέζουν για μεγαλύτερη πρόσβαση σε αγροτικά προϊόντα, συμπεριλαμβανομένων γενετικά τροποποιημένων καλλιεργειών και γαλακτοκομικών, αιτήματα που συναντούν σφοδρή αντίσταση από το ισχυρό αγροτικό λόμπι της Ινδίας. Το ζήτημα αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία ενόψει κρίσιμων πολιτειακών εκλογών το 2026 και 2027, σε περιοχές με έντονη αγροτική δραστηριότητα.
Ένα δεύτερο αγκάθι είναι η ενέργεια και η γεωπολιτική. Η Ουάσιγκτον πιέζει το Νέο Δελχί να μειώσει τις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου, υποστηρίζοντας ότι έτσι αποδυναμώνεται το καθεστώς κυρώσεων κατά της Μόσχας.
Τον Αύγουστο επιβλήθηκαν επιπλέον δασμοί 25% στα ινδικά προϊόντα, ανεβάζοντας τη συνολική επιβάρυνση έως και στο 50%. Η Ινδία, ωστόσο, επιμένει ότι οι ενεργειακές της επιλογές καθορίζονται από τις ανάγκες της αγοράς και την υποχρέωση παροχής προσιτής ενέργειας σε 1,4 δισ. πολίτες, ενώ ρωσικές προμήθειες συνεχίζουν να προσφέρονται με μεγάλες εκπτώσεις.
Η απουσία συμφωνίας έχει πραγματικό οικονομικό κόστος. Η αβεβαιότητα επιβαρύνει τις αγορές, αποδυναμώνει το ρουπία και συγκρατεί τις επενδύσεις, ιδίως σε κλάδους με ισχυρή έκθεση στις ΗΠΑ. Εκτιμήσεις αναφέρουν ότι δασμοί της τάξης του 50% θα μπορούσαν να αφαιρέσουν έως και 0,5-0,6% από την ανάπτυξη της ινδικής οικονομίας, πλήττοντας τις εξαγωγές.
Την ίδια στιγμή, οι επιπτώσεις δεν περιορίζονται στην Ινδία. Στις ΗΠΑ, οι δασμοί μεταφράζονται σε υψηλότερο κόστος για καταναλωτές και επιχειρήσεις, τροφοδοτώντας πληθωριστικές πιέσεις και δυσκολεύοντας μικρές επιχειρήσεις που αναγκάζονται να δανειστούν ακριβότερα.
Παρά τη στρατηγική σημασία της σχέσης και τη ρητορική περί «στενής συνεργασίας», οι αναλυτές δεν βλέπουν άμεση πρόοδο. Αυτό που στις αρχές του έτους φαινόταν ως βέβαιη συμφωνία, σήμερα μοιάζει να μετατίθεται επ’ αόριστον.
Οι αγορές παρακολουθούν στενά, με συγκρατημένη αισιοδοξία, αν το νέο έτος θα φέρει πολιτικές υποχωρήσεις και νέες ιδέες και από τις δύο πλευρές.