Η Ανατολική Μεσόγειος έχει γίνει στόχος των γεωπολιτικών της Ρωσίας και της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Στα πλαίσια αυτά, εκτυλλίσεται ένα μείζον πολιτικό παιγνίδι με πρωταγωνιστές την Ρωσική Εκκλησία από τη μία και το Πατριαρχείο από την άλλη. Η κόντρα αυτή, κρύβει μία ακόμα αντιπαράθεση μεταξύ Ουάσιγκτον και Μόσχας.
Στο Βυζάντιο, ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ήταν τόσο ισχυρός, ώστε ήταν υπεύθυνος για τη στέψη του αυτοκράτορα. Τώρα, μια παρόμοια συμφωνία μπορεί να ακουστεί στην Ρωσία. Υπό την συνδυασμένη εξουσία του πατριάρχη Μόσχας, Αρχιεπίσκοπου Κύριλλου και του Ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν, η Ρωσία τα τελευταία χρόνια έχει εδραιώσει μια συμμαχία για την επιδίωξη των παραδοσιακών αξιών της στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό.
Όταν ο Πούτιν αποκάλυψε την πιο πρόσφατη Εθνική Στρατηγική Ασφαλείας στα τέλη του 2015, αναφέρθηκε στην «υπεράσπιση των ρωσικών αξιών» ως την τρίτη γενική προτεραιότητά του. Ως ρωσικές αξίες, ο Πούτιν εννοούσε την εκδοχή του Ρωσικού Ορθόδοξου Χριστιανισμού που προασπίζεται ο Κύριλλος, ο οποίος τον βλέπει ως πολιτισμό ξεχωριστό και ριζικά διαφορετικό από εκείνον της κοσμικής Δύσης. Η Ρωσία σε αυτό το όραμα, είναι ο υπέρμαχος του Ορθοδόξου πολιτισμού και το καθεστώς του Πούτιν, όπως το έθεσε το 2012 ο Κύριλλος, δεν είναι τίποτα λιγότερο από «ένα θαύμα του Θεού».
Η άποψη του Κύριλλου συχνά αναφέρεται ως η Ορθόδοξη ιδιαιτερότητα, η οποία υποστηρίζει ότι το ρωσικό κράτος έχει ηθικό καθήκον να προστατεύει ορθόδοξους θρησκευτικούς χώρους εντός και εκτός των συνόρων της Ρωσίας. Καταδικάζει επίσης τις Δυτικές ιδέες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και το διαχωρισμό εκκλησίας και κράτους και παρουσιάζει την Ορθοδοξία ως μία πιο πνευματική εναλλακτική λύση στον υποτιθέμενο παρακμιακό ατομικισμό και τον καταναλωτισμό της Δύσης. Τα τελευταία χρόνια, η Ορθόδοξη ιδιαιτερότητα έχει κινητοποιήσει τη χρηματοδοτούμενη από το Κρεμλίνο κατασκευή μεγάλων ρωσικών Ορθόδοξων εκκλησιών στην Δυτική Ευρώπη, μεταξύ των οποίων μία που βρίσκεται σε ψηλότερη τοποθεσία από εκείνη του Αγίου Πέτρου στην Ρώμη και μία άλλη κοντά στον Πύργο του Άιφελ στο Παρίσι.
Παρά τους ελιγμούς του Κρεμλίνου όμως, το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης εξακολουθεί να αποτελεί εμπόδιο για τη ρωσική κυριαρχία στον Ορθόδοξο κόσμο. Παρά το γεγονός ότι έχει μόνο περίπου πέντε εκατομμύρια πιστούς υπό τη δικαιοδοσία του (μερικές χιλιάδες στην Κωνσταντινούπολη, οι πληθυσμοί νησιών όπως η Κρήτη και τα Δωδεκάνησα, καθώς και οι Έλληνες Ορθόδοξοι Χριστιανοί που ζουν έξω από την Ελλάδα), το Πατριαρχείο όντως διατηρεί τον παραδοσιακό ρόλο του ως συγκαλών τις Συνόδους και μεσολαβητής σε διαφορές. Από την εποχή του προέδρου Χάρι Τρούμαν άλλωστε, το Πατριαρχείο έχει επίσης απολαύσει την υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίες το βλέπουν ως πολύτιμο αντίβαρο στην Μόσχα.
Δεν θα πρέπει να αποτελέσει καμία έκπληξη λοιπόν, το ότι η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος –υπό την αιγίδα του Βαρθολομαίου, του αρχιεπίσκοπου της Κωνσταντινούπολης και ηγέτη του Οικουμενικού Πατριαρχείου- έγινε μια αρένα για την αναμέτρηση Κωνσταντινούπολης-Μόσχας. Αφότου βοήθησε να οργανωθεί η εκδήλωση και να συνταχθούν τα έγγραφά της, η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία αποσύρθηκε την τελευταία στιγμή εξαιτίας ανησυχιών σχετικά με τη νομιμότητα του συμβουλίου. Η απόσυρση υπονόμευσε την καθολικότητα της συνάντησης και ως εκ τούτου τη νομιμοποίησή της και ήρθε μετά από έναν καταιγισμό επικρίσεων από τα ρωσικά κρατικά μέσα ενημέρωσης που αμφισβητούσαν το δικαίωμα του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης να συγκαλέσει την Σύνοδο γενικά. Το ρωσικό πρακτορείο ειδήσεων TASS δημοσιοποίησε επίσης μια ιστορία υποστηρίζοντας ότι η Σύνοδος ήταν μια προσπάθεια να εκθέσει την Ορθόδοξη Εκκλησία στον Πάπα, μια κατηγορία που ισοδυναμεί με προδοσία.