Χρηστικά

Γιατί η Εφορία «ξεχνά» χρέη πάνω από 80 δισ. ευρώ


Ποσό μεγαλύτερο των 80 δισ. ευρώ είναι αδύνατο να εισπραχθεί από την Εφορία αλλά ούτε και να διεκδικηθεί μέσω πλειστηριασμών και κατασχέσεων.

Αυτό διαπιστώνεται από τα αναλυτικά στοιχεία του «χαρτοφυλακίου» των χρεών της Εφορίας, που παρουσιάζει η έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή.

Από την έκθεση προκύπτει παράλληλα, ότι σε ρυθμίσεις είναι χρέη μόλις 4,5 δισ. ευρώ τα οποία προέρχονται αποκλειστικά από μικροοφειλέτες.

Από το σύνολο των χρεών προς την Εφορία, που ανήλθαν σε 106 δισ. ευρώ την 1η Νοεμβρίου 2023, ποσοστό 24,8% του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου, που αντιστοιχεί σε 26,3 δισ. ευρώ, αφορά σε οφειλές που χαρακτηρίζονται ως «ανεπίδεκτες είσπραξης».

Πρόκειται για οφειλές των οποίων η είσπραξη είναι αντικειμενικά αδύνατη και αφορά για παράδειγμα περιπτώσεις στις οποίες ο οφειλέτης και οι συνυπόχρεοί του δε διαθέτουν περιουσιακά στοιχεία και ολοκληρώθηκε η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης επί κινητών, ακινήτων και απαιτήσεων του οφειλέτη (και έπαυσαν οι εργασίες πτώχευσης αν πρόκειται για πτωχό).

Κατά συνέπεια η μείωση του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου προέρχεται από τη μεταβολή του «πραγματικού» ληξιπρόθεσμου υπολοίπου, δηλαδή του συνολικού μετά την αφαίρεση του ανεπίδεκτου είσπραξης υπολοίπου, το οποίο σημείωσε μείωση, υπό την ισχυρή επίδραση της διαγραφής των 10,4 δισ. ευρώ του ΟΣΕ, κατά 7,2 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση αγγίζοντας την 1/11/2023 τα 79,7 δισ. ευρώ.

Εξετάζοντας την ποιοτική διάρθρωση του πραγματικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου διαπιστώνεται ότι το 59,3% αυτού, που αντιστοιχεί σε 47,3 δισ. ευρώ, πηγάζει από φορολογικές οφειλές (άμεσοι και έμμεσοι φόροι, φόροι στην περιουσία, ΦΠΑ, ειδικοί φόροι κατανάλωσης κτλ.).

Το υπόλοιπο των πραγματικών ληξιπρόθεσμων οφειλών προέρχεται από άλλες κατηγορίες οφειλής, οι οποίες παρουσιάζουν χαμηλό ποσοστό είσπραξης.

Σύμφωνα με στοιχεία της ΑΑΔΕ, σε αυτές περιλαμβάνονται τα πρόστιμα (φορολογικά και μη φορολογικά) τα οποία αποτελούν το 30,4% του πραγματικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου, καθώς αγγίζουν τα 24,3 δισ. ευρώ και οι μη φορολογικές οφειλές (δάνεια, δικαστικά έξοδα, καταλογισμοί κτλ.), οι οποίες αποτελούν το 10,2% του πραγματικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου, ποσοστό που αντιστοιχεί σε 8,1 δισ. ευρώ.

Επίσης το ΓΠΚΒ, σημειώνει, πως λαμβάνοντας υπόψη ότι 8,8 δισ. ευρώ από τις φορολογικές οφειλές πηγάζουν από αφερέγγυους οφειλέτες και 11,4 δισ. ευρώ αφορούν σε οφειλές με λήξη δόσεων πέραν της τελευταίας δεκαετίας, απομένουν 27,1 δισ. ευρώ οφειλών από τις οποίες, σύμφωνα με στοιχεία της ΑΑΔΕ, πηγάζει άνω του 90% των εισπράξεων.

Με άλλα λόγια το σύνολο σχεδόν των εισπράξεων προέρχεται από μόλις το 34% του πραγματικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου.

Ελάχιστοι σε ρυθμίσεις

Επιπλέον, σημειώνεται ότι μόλις το 5,7% του πραγματικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου βρίσκεται σε ρύθμιση, ποσοστό που αντιστοιχεί σε 4,5 δισ. ευρώ.

Το υψηλότερο ποσοστό των συνολικών ρυθμισμένων οφειλών (24,3%) εντοπίζεται στο εύρος 500 με 10.000 ευρώ, ενώ εντός αυτού του εύρους το ποσοστό των ρυθμισμένων οφειλών αγγίζει το 26,7% για ποσά από 3.000 έως 5.000 ευρώ.

Ωστόσο, τα ποσοστά διαφέρουν μεταξύ φυσικών και νομικών προσώπων. Συγκεκριμένα, το υψηλότερο ποσοστό ρυθμισμένων οφειλών φυσικών προσώπων εντοπίζεται μεταξύ 500 και 10.000 ευρώ (24,7%), ενώ τα νομικά πρόσωπα ρυθμίζουν σε υψηλότερο ποσοστό (29,5%) οφειλές που ανήκουν στο εύρος από 10.000 έως 100.000 ευρώ.

Χαμηλά ποσοστά ρύθμισης οφειλών διαπιστώνονται τόσο σε χαμηλά ποσά οφειλής (ιδιαίτερα κάτω των 500 ευρώ), όσο και σε υψηλά ποσά οφειλής, ήτοι άνω των 20.000 ευρώ για φυσικά πρόσωπα και άνω των 150.000 ευρώ για νομικά πρόσωπα.

Διαβαστε επισης