Το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ έδωσε στην δημοσιότητα σχέδιο για την μεταρρύθμιση των κανονισμών του αμερικανικού χρηματιστηρίου (Wallstreet), αλλά και του τραπεζικού τομέα.
Πρόκειται για μία αναφορά περίπου 150 σελίδων, η οποία προτείνει περισσότερες από 100 αλλαγές που θα μπορούσαν να γίνουν μέσω κανονιστικών διατάξεων παρακάμπτοντας το Κογκρέσο, σύμφωνα με δηλώσεις του υπουργού των Οικονομικών Steven Mnuchin.
“Η προσοχή μας είναι επικεντρωμένη σε όσα μπορούμε να κάνουμε μέσω προεδρικών διαταγμάτων και κανονισμών. Νομίζουμε ποσοστό 80% των προτεινόμενων αλλαγών στην αναφορά αυτή, μπορεί να επιτευχθεί με αλλαγές των υφιστάμενων κανονισμών και μόνο το 20% από το νομοθετικό έργο,” δήλωσε χαρακτηριστικά ο Αμερικανός ΥΠΟΙΚ.
Ο Αμερικανός πρόεδρος Donald Trump προχωρεί σταδιακά στην επιλογή νέων διευθυντών για τις ομοσπονδιακές οικονομικές υπηρεσίες, προκειμένου να υλοποιήσει την προεκλογική του ατζέντα. Από την άλλη μεριά, οι διορισμοί του Mnuchin και του προέδρου της επιτροπής που επιβλέπει την WallStreet (Securities and Exchange Commission) Jay Cleyton έχουν εγκριθεί από το Κογκρέσο. Υπάρχουν ωστόσο υπηρεσίες οι οποίες λειτουργούν με υπηρεσιακούς διευθυντές ή με διευθυντές οι οποίοι έχουν διοριστεί από τον προηγούμενο πρόεδρο Barack Obama.
Οι αλλαγές που προτείνει το υπουργείο των Οικονομικών περιλαμβάνουν την χαλάρωση των περιορισμών με τους οποίους είναι αντιμέτωπες οι μεγάλες τράπεζες για τις εμπορικές τους δραστηριότητες, την απλούστευση των “τεστ αντοχής” τα οποία χρειάζεται να περάσουν για την τραπεζική επάρκεια τους, αλλά και την μείωση των αρμοδιοτήτων του Γραφείου Οικονομικής Προστασίας Καταναλωτών (CFPB) στις ΗΠΑ, το οποίο έχει ως αποστολή τον εντοπισμό της καταχρηστικής συμπεριφοράς των τραπεζών έναντι των πελατών τους.
Το σχέδιο προβλέπει επίσης την επέκταση των αρμοδιοτήτων του Συμβουλίου Εποπτείας για την Οικονομική Σταθερότητα (Financial Stability Oversight Council) στο οποίο προεδρεύει ο Mnuchin, αλλά και την αλλαγή της διαχείρισης των οικονομικών κεφαλαίων διεθνούς προέλευσης, προκειμένου να ενισχυθεί η θέση των αμερικανικών τραπεζών έναντι ξένων τραπεζών στην αμερικανική αγορά. Παράλληλα, προβλέπονται ελαφρύνσεις για τις μικρές τράπεζες που διαθέτουν περιουσιακά στοιχεία μικρότερα των 50 δισεκατομμυρίων δολαρίων, καθώς θα υπόκεινται σε μικρότερο αριθμό κανονιστικών διατάξεων έναντι των τραπεζών που διαθέτουν οικονομικούς προϋπολογισμούς τρισεκατομμυρίων δολαρίων.
Ο αμερικανικός τραπεζικός τομέας τάσσεται υπέρ των προτεινόμενων αλλαγών, οι οποίες θα εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα των τραπεζών JPMorgan Chase & Co, Bank of America Corp, Citigroup Inc, Wells Fargo & Co, Goldman Sachs Group Inc και Morgan Stanley.
Το λόμπι των τραπεζών στις ΗΠΑ σχολίασε θετικά τις προτεινόμενες αλλαγές από την στιγμή που γνωστοποιήθηκαν χθες το βράδυ στην Ουάσιγκτον, παρατηρώντας ωστόσο, ότι υπάρχουν κι αρκετά ζητήματα τα οποία θα πρέπει να διευκρινιστούν .
“Είναι η πρώτη φορά που έχουμε μία επίσημη ένδειξη σχετικά με τις ανησυχίες μας και την απήχηση που αυτές έχουν στην κυβέρνηση,” δήλωσε χαρακτηριστικά ο Rich Foster υψηλόβαθμος σύμβουλος στην ένωση εταιριών του χρηματοοικονομικού τομέα (Financial Services Roundtable).
Από την άλλη μεριά, όσοι υποστηρίζουν την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων στον χρηματοοικονομικό και τραπεζικό τομέα των ΗΠΑ, αλλά και μέλη του Κογκρέσου που πρόσκεινται στους Δημοκρατικούς χαρακτήρισαν το σχέδιο που παρουσιάστηκε ως μια προσπάθεια ενίσχυσης του ρόλου της Wall Street, αλλά κι ως μια επικίνδυνη εξέλιξη για τους Αμερικανούς καταναλωτές που έχασαν τα σπίτια και τις δουλειές τους, στην διάρκεια της οικονομικής κρίσης από το 2007 έως το 2009.
Από την πλευρά της, η Γερουσιαστής των Δημοκρατικών Elizabeth Warren που επικρίνει την Wall Street δήλωσε ότι το προτεινόμενο σχέδιο αλλαγών “θα διευκολύνει τις μεγάλες τράπεζες στο να ξεγελούν τους πελάτες τους προκαλώντας μία νέα απώλεια οικονομικών πόρων. Ο συνάδελφος της Sherrod Brown δήλωσε ότι το υπουργείο των Οικονομικών έδωσε μεγαλύτερη βαρύτητα στις διαβουλεύσεις του με τις τράπεζες και τις χρηματοοικονομικές εταιρίες, παρά με τις ομάδες που εκπροσωπούν τους Αμερικανούς καταναλωτές, σε αναλογία 17 προς 1, στην διάρκεια κατάρτισης της αναφοράς.
ΑΠΕ-ΜΠΕ