Τράπεζες

Τράπεζες: Γιατί ο SSM «πάγωσε» τη διανομή μερισμάτων


Τι «είδε» ο εποπτικός μηχανισμός στα κέρδη και τα κεφάλαια των τραπεζών και μπλόκαρε τις πληρωμές στους μετόχους

Διαψεύδονται οι προσδοκίες για τις πρώτες διανομές μερισμάτων από ελληνικές τράπεζες από το 2008, καθώς ο εποπτικός μηχανισμός της ΕΚΤ ακολουθεί ιδιαίτερα συντηρητική πολιτική για την έγκριση πληρωμών στους μετόχους και ενημέρωσε τις διοικήσεις της Eurobank και της Εθνικής ότι δεν θα εγκρίνει διανομές από τα κέρδη του 2022.

Η διοίκηση της Eurobank ήδη βρήκε μια συμβιβαστική λύση για να ενισχύσει τους μετόχους, χωρίς να υπάρξουν αντιρρήσεις από τον SSM: Οπως ανακοίνωσε, θα προχωρήσει σε επαναγορά του 1,4% των μετοχών της- δηλαδή του ποσοστού που κατέχει το ΤΧΣ (Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας).

Μέχρι πρόσφατα, υπήρχε συγκρατημένη αισιοδοξία στους κύκλους των τραπεζικών διοικήσεων ότι ο SSM θα «άναβε πράσινο» για διανομή μερίσματος από τις δύο τράπεζες που είχαν προγραμματίσει να κάνουν διανομές φέτος -  την Eurobank και  την Εθνική, που έχουν υψηλούς δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας και φαινόταν ότι θα περνούσαν με επιτυχία τον έλεγχο του εποπτικού μηχανισμού. (οι άλλες δύο, Πειραιώς και Alpha, τις είχαν μεταθέσει το 2024),

Ο επικεφαλής του SSM, Αντρέα Ενρία, είχε εξηγήσει πρόσφατα πώς ακριβώς θα ελέγχονταν οι τράπεζες για να επιτραπεί η διανομή μερισμάτων. Όπως είχε πει, κάθε τράπεζα που θέλει να διανέμει μέρισμα θα πρέπει να παράσχει στους επόπτες προβλέψεις για την εξέλιξη της κεφαλαιακής της επάρκειας σύμφωνα με ένα βασικό σενάριο για ρηχή και σύντομη ύφεση, αλλά και με βάση ένα δυσμενές σενάριο για την ανάπτυξη και τα επιτόκια.

«Αν οι τράπεζες μπορούν να μας αποδείξουν ότι θα είναι σε θέση να παραμείνουν πάνω από τις εποπτικές απαιτήσεις για τα κεφάλαια τους, ακόμη και σε ένα δυσμενές σενάριο, η διανομή μερισμάτων δεν θα λάμβανε αρνητική αντίδραση από τη δική μας πλευρά», δήλωσε χαρακτηριστικά ο Ενρία.

Ωστόσο, παρότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν επαρκή κεφάλαια για να αντιμετωπίσουν μια επιδείνωση του οικονομικού περιβάλλοντος, κάτι που αναμένεται να επιβεβαιωθεί τον Ιούλιο από τα αποτελέσματα των stress test, στην αξιολόγηση που έγινε από τον SSM βάρυναν αρνητικά δύο ποιοτικά στοιχεία: οι τράπεζες είχαν υψηλή κερδοφορία το 2022, αλλά μεγάλος μέρος της προήλθε από μη επαναλαμβανόμενα έσοδα. Παράλληλα, ενώ η κεφαλαιακή τους βάση, παρότι είναι ισχυρή, περιλαμβάνει σε πολύ υψηλό ποσοστό αναβαλλόμενους φόρους.

Αυτά τα ζητήματα έχουν επισημανθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος, που τόνισε πρόσφατα (στην έκθεση για τη Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα) ότι:

  • Τα έσοδα από κύριες τραπεζικές εργασίες (δηλαδή τα καθαρά έσοδα τόκων και προμηθειών) μειώθηκαν κατά 5%. Μεγάλη αύξηση κατά 42% εμφάνισαν τα έσοδα από χρηματοοικονομικές πράξεις το α΄ εξάμηνο του 2022, τα οποία προήλθαν από συναλλαγές σε ομόλογα Ελληνικού Δημοσίου, κέρδη από παράγωγα και προϊόντα αντιστάθμισης κινδύνου, καθώς και κέρδη από συναλλαγματικές διαφορές.
  • Τα λοιπά έσοδα αυξήθηκαν επίσης σημαντικά κυρίως λόγω της καταγραφής κερδών από την απόσχιση και πώληση του κλάδου αποδοχής καρτών και εκκαθάρισης πράξεων πληρωμής από τρεις σημαντικές τράπεζες. Επισημαίνεται ότι τα μη επαναλαμβανόμενα έσοδα, όπως τα κέρδη από χρηματοοικονομικές πράξεις, τα κέρδη από την πώληση του κλάδου αποδοχής πράξεων πληρωμής καθώς και το όφελος από τις TLTRO III, ανέρχονται σε περίπου 2,5 δισεκ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 43% των λειτουργικών εσόδων το α΄ εξάμηνο του 2022.
  • Τα εποπτικά ίδια κεφάλαια των ελληνικών τραπεζών παρέμειναν σχεδόν αμετάβλητα τον Ιούνιο του 2022 σε σχέση με το Δεκέμβριο του 2021. Ωστόσο, η ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών παραμένει χαμηλή, καθώς τον Ιούνιο του 2022 οι οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (DTCs) ανέρχονταν σε 14 δισεκ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 58% των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων (από 59% το Δεκέμβριο του 2021).
  • Το ποσοστό αυτό ανέρχεται σε 63% των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων αφού λάβουμε υπόψη την πλήρη επίδραση του ΔΠΧΑ 9 (από 68% το Δεκέμβριο του 2021). Επιπλέον, αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (Deferred Tax Assets – DTAs) ύψους 2,2 δισεκ. ευρώ περιλαμβάνονται στα εποπτικά ίδια κεφάλαια των τραπεζικών ομίλων (αφού ληφθεί υπόψη η πλήρης επίδραση του ΔΠΧΑ 9), αποτελώντας περίπου το 9% των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων τους.

Η ΤτΕ εμφανιζόταν, επίσης, ιδιαίτερα επιφυλακτική στις εκτιμήσεις της για την κερδοφορία των τραπεζών στο προσεχές μέλλον, επισημαίνοντας ότι:

  • Όσον αφορά τις προοπτικές για την κερδοφορία, βραχυπρόθεσμα η αύξηση των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ θα ενισχύσει τα καθαρά έσοδα τόκων των τραπεζών, καθώς ένα πολύ μεγάλο μέρος των δανείων έχει συναφθεί με κυμαινόμενο επιτόκιο. Ωστόσο, μεσοπρόθεσμα η επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας, η αύξηση του κόστους παραγωγής και η μείωση στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, σε συνδυασμό με την αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης των υφιστάμενων δανείων, θα ασκήσει πιέσεις στη χρηματοοικονομική κατάσταση νοικοκυριών και επιχειρήσεων και δύναται να αυξήσει το κόστος πιστωτικού κινδύνου των τραπεζών.
  • Επιπλέον, τα έξοδα τόκων αναμένεται να επιβαρυνθούν από τη σταδιακή απόσυρση έκτακτων μέτρων, όπως το πρόγραμμα TLTRO, που είχαν ληφθεί στο πλαίσιο της διευκολυντικής νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ για τον περιορισμό των επιπτώσεων της πανδημίας, καθώς και την ανάγκη έκδοσης ομολόγων για την κάλυψη εποπτικών απαιτήσεων (π.χ. MREL).

Με αυτά τα δεδομένα, ο SSM αποφάσισε να «παγώσει», προς το παρόν, τις διανομές μερισμάτων από ελληνικές τράπεζες και οι μέτοχοι θα πρέπει να περιμένουν, στην καλύτερη περίπτωση, να λάβουν μέρισμα τον επόμενο χρόνο από τα κέρδη της χρήσης 2023.

Ακολουθήστε το Sofokleousin.gr στο Google News
και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις