Η Τερέζα Μέι ανακοίνωσε ότι οι βρετανικές εκλογές θα διεξαχθούν κανονικά στις 8 Μαΐου, παρά τις εκκλήσεις για μετάθεσή τους έπειτα από την τρομοκρατική επίθεση στο Λονδίνο.
Σημειώνοντας ότι τα δύο μεγαλύτερα κόμματα της Βρετανίας ανέστειλαν την προεκλογική τους καμπάνια για σήμερα, τόνισε ότι αυτή θα συνεχιστεί από τη Δευτέρα. «Δεν μπορεί ποτέ να επιτραπεί στη βία να διακόψει τη δημοκρατική διαδικασία. Οι εκλογές θα γίνουν όπως έχει προγραμματιστεί», ξεκαθάρισε.
Η Βρετανίδα πρωθυπουργός, σε δηλώσεις της από την Ντάουνινγκ Στριτ, παραδέχθηκε ότι πρέπει να αλλάξει ο τρόπος που η χώρα αντιμετωπίζει την τρομοκρατία, καθώς αυτή ήταν η τρίτη επίθεση μέσα σε τρεις μήνες, έπειτα από το «χτύπημα» στο Ουέστμινστερ και στο Μάντσεστερ.
«Βλέπουμε ένα νέο στιλ επιθέσεων. Οι τρομοκράτες αντιγράφουν ο ένας τον άλλον. Δεν κάνουν επίθεση μόνο έπειτα από πολύμηνο σχεδιασμό, ούτε ως μοναχικοί λύκοι, αλλά αντιγράφοντας ο ένας τον άλλον και χρησιμοποιώντας τα πιο βάναυσα μέσα. Τα πράγματα πρέπει να αλλάξουν με τέσσερις σημαντικούς τρόπους», τόνισε η Μέι.
«Αν και αυτές οι επιθέσεις δεν συνδέονται, ο ισλαμιστικός εξτρεμισμός ενώνει τους δράστες. Είναι μία ιδεολογία που ισχυρίζεται ότι οι αξίες μας δεν είναι συμβατές με το ισλάμ. Η ήττα της είναι μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της εποχής μας. Δεν θα ηττηθεί με μία αντιτρομοκρατική επιχείρηση και με στρατιωτική δράση. Θα γίνει μόνο αν πειστούν οι άνθρωποι ότι οι αξίες μας είναι καλύτερες», ανέφερε η Βρετανίδα πρωθυπουργός.
Στη συνέχεια τόνισε ότι δεν πρέπει να είναι ελεύθεροι οι τρομοκράτες να βρίσκουν «καταφύγιο» στο ίντερνετ για να οργανώνουν επιθέσεις και τόνισε ότι πρέπει να γίνει μία διεθνής προσπάθεια για να υπάρχει έλεγχος στον κυβερνοχώρο.
«Τρίτον, ''ναι'' στη στρατιωτική δράση σε Ιράκ και Συρία κατά του ISIS, αλλά πρέπει να αναλάβουμε δράση εντός των συνόρων. Υπάρχει υπερβολικά μεγάλη ανοχή στον εξτρεμισμό στη χώρα μας. Αυτό θα περιλαμβάνει κάποιες αμήχανες και δύσκολες συζητήσεις», παραδέχθηκε και κατέληξε: «Τέταρτον, πρέπει να αναθεωρήσουμε την αντιτρομοκρατική στρατηγική μας», σημειώνοντας ότι αν χρειαστεί θα αλλάξει η νομοθεσία ώστε να γίνουν μεγαλύτερες οι ποινές.