Μια σειρά μελετών δείχνει ότι οι άνθρωποι στον Δυτικό κόσμο εμπιστεύονται περισσότερο όσους προέρχονται από φτωχά παιδικά χρόνια, αλλά την ίδια στιγμή δυσπιστούν απέναντι σε ανθρώπους που αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα σήμερα, μία ασυνείδητη προκατάληψη που έχει βαθιές επιπτώσεις στις εργασιακές, κοινωνικές και διαπροσωπικές σχέσεις.
Ένα παράδοξο που «δουλεύει» στο υπόβαθρο της κοινωνικής ζωής έρχεται να φωτίσει νέα καναδική έρευνα: οι άνθρωποι τείνουν να εμπιστεύονται περισσότερο όσους μεγάλωσαν σε φτωχότερες οικογένειες, αλλά δεν θεωρούν εξίσου αξιόπιστους όσους βρίσκονται σήμερα σε οικονομική δυσχέρεια.
Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο Journal of Personality and Social Psychology, αποκαλύπτει ασυνείδητες προκαταλήψεις που επηρεάζουν κρίσιμες αποφάσεις, από συνεντεύξεις εργασίας μέχρι συνεργασίες και καθημερινές συναλλαγές.
Σύμφωνα με τα ευρήματα, περίπου 2.000 συμμετέχοντες σε 17 διαφορετικά πειράματα έδειξαν σταθερή προτίμηση να εμπιστεύονται ανθρώπους που πέρασαν δύσκολα παιδικά χρόνια. Ακόμη και όταν οι «στόχοι» των δοκιμών είχαν πλέον προοδεύσει οικονομικά, το στοιχείο της ταπεινής καταγωγής λειτουργούσε ως σήμα ηθικής ακεραιότητας και αξιοπιστίας.
Αντίθετα, όταν κάποιος βρισκόταν σε τρέχον οικονομικό αδιέξοδο, οι συμμετέχοντες ήταν πιο πρόθυμοι να τον βοηθήσουν, αλλά λιγότερο πρόθυμοι να τον εμπιστευτούν. Η διάθεση για αλληλεγγύη δεν συνοδευόταν από ανάλογη πίστη ότι το άτομο θα ανταποδώσει με ευθύτητα ή συνέπεια.
Το ηθικό στερεότυπο της «εργατικής τάξης»
Οι ερευνητές εντόπισαν ότι οι συμμετέχοντες βαθμολογούσαν όσους μεγάλωσαν φτωχά ως πιο ηθικούς, ειλικρινείς και έντιμους.
Πρόκειται για στερεότυπα βαθιά ριζωμένα στη δυτική κουλτούρα: η εργατική τάξη θεωρείται πιο προσιτή και αυθεντική, ενώ όσοι προέρχονται από τα πιο εύπορα κοινωνικά στρώματα συχνά αντιμετωπίζονται ως απόμακροι, αλαζόνες ή ιδιοτελείς.
Το αξίωμα αυτό λειτουργούσε ακόμη και όταν δύο άτομα είχαν την ίδια τωρινή οικονομική κατάσταση. Ένας δικηγόρος που είχε μεγαλώσει σε χαμηλών εισοδημάτων οικογένεια θεωρούνταν πιο αξιόπιστος από έναν με αντίστοιχη επιτυχία αλλά εύπορη καταγωγή.
Όταν η σημερινή δυσχέρεια δημιουργεί καχυποψία
Εντελώς διαφορετική ήταν η εικόνα όταν η ανάγκη ήταν «τώρα». Στα οικονομικά πειράματα, είτε με χρήματα είτε με κουπόνια, οι συμμετέχοντες έστελναν περισσότερους πόρους σε κάποιον που είχε οικονομικές δυσκολίες στο σήμερα, αλλά δεν περίμεναν πως θα δράσει με εντιμότητα. Η βοήθεια δινόταν από αλτρουισμό, όχι από εμπιστοσύνη.
Αυτό το φαινόμενο δημιουργεί μια δύσκολη πραγματικότητα για ανθρώπους που βιώνουν οικονομικά προβλήματα: μπορεί να λάβουν υποστήριξη, αλλά συνοδεύεται από υπόγεια αμφιβολία για τα κίνητρα και τη σταθερότητά τους.
Επιπτώσεις στην αγορά εργασίας και την κοινωνία
Τα ευρήματα έχουν σημαντικές κοινωνικές επεκτάσεις. Χωρίς να το αντιλαμβάνονται, εργοδότες ή συνεργάτες μπορεί να ευνοούν υποψήφιους που μοιράζονται ιστορίες «αγώνα» ή ταπεινών καταβολών. Αντίθετα, όσοι αναφέρουν τωρινές οικονομικές δυσκολίες ενδέχεται να αντιμετωπίζονται ως ριψοκίνδυνοι συνεργάτες ή ως πιθανή «πηγή προβλημάτων».
Η ταξική απομόνωση επιτείνει το φαινόμενο: τα ανώτερα στρώματα συναναστρέφονται κυρίως μεταξύ τους, περιορίζοντας τις ευκαιρίες άμβλυνσης των στερεοτύπων.
Το παράδοξο της εμπιστοσύνης
Η έρευνα φανερώνει πως η κοινωνική μας αντίληψη τρέχει σε δύο ταχύτητες:
- Η παιδική φτώχεια λειτουργεί ως σήμα αξιοπιστίας και ηθικού χαρακτήρα.
- Η σημερινή δυσχέρεια κινεί την αλληλεγγύη, αλλά ταυτόχρονα υπονομεύει την εμπιστοσύνη.
Όπως σημειώνει η επικεφαλής ερευνήτρια Kristin Laurin, η μελέτη δεν εξετάζει αν η καταγωγή ή η παρούσα οικονομική κατάσταση συνδέονται πραγματικά με την αξιοπιστία. Αυτό είναι ένα επόμενο ερευνητικό βήμα - και κρίσιμο, καθώς το πού τοποθετούμε την εμπιστοσύνη μας επηρεάζει θεμελιώδεις κοινωνικούς θεσμούς, επαγγελματικές πορείες και ανθρώπινες σχέσεις.
Σε μια εποχή κοινωνικών ανισοτήτων και μειωμένης εμπιστοσύνης στους θεσμούς, ίσως αξίζει να διερωτηθούμε, πόσο συχνά οι προκαταλήψεις μάς κάνουν να δίνουμε ή να στερούμε ευκαιρίες χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε;