Πολιτική

«Πυρά» κατά Ντογιάκου– Βενιζέλος, Παυλόπουλος και 16 συνταγματολόγοι αποδομούν τη γνωμάτευση


Οχι μόνο δεν κοπάζουν αλλά διογκώνονται οι αντιδράσεις και τα «πυρά» για τη γνωμοδότηση Ντογιάκου, που επιχειρεί να βάλει φρένο στη διερεύνηση του σκανδάλου υποκλοπών, απαγορεύοντας στην ΑΔΑΕ να ζητά στοιχεία από τους παρόχους κινητής τηλεφωνίας.

Κορυφαίοι συνταγματολόγοι και διαπρεπείς νομικοί χαρακτηρίζουν την γνωμάτευση παραβίαση του Συντάγματος ως προς την ανεξαρτησία των Ανεξάρτητων Αρχών. Συμφωνούν δε στην εκτίμηση ότι δεν παράγει νομικό αποτέλεσμα και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να βάλει φρένο στις ενέργειες της ΑΔΑΕ

16 καθηγητές Συνταγματικού Δικαίου, με πρώτους τους Ευάγγελο Βενιζέλο, Νίκο Αλιβιζάτο υπέγραψαν και δημοσιοποίησαν σήμερα το πρωί κοινό κείμενο, όπου αποδομούν επιστημονικά την γνωμάτευση και επισημαίνουν τον αντισυνταγματικό της χαρακτήρα, αποφεύγοντας πολιτικές αναφορές

Στο θέμα παρενέβη και ο πρώην πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος, ο οποίος τόνισε ότι οι αρμοδιότητες της ΑΔΑΕ καθορίζονται συνταγματικά και επισήμανε τα όρια της δικαστικής εξουσίας που παραβίασε ασφαλώς η «προτροπή».

Ο Ευάγγελος Βενιζέλος αποδοκίμασε τη γνωμοδότηση του εισαγγελέα Ντογιάκου λέγοντας μεταξύ άλλων:

««Οι Ανεξάρτητες Αρχές δεν εξαρτώνται από τις διακυμάνσεις και τις συγκυριακές επιλογές του κοινού νομοθέτη. Αυτό είναι το νόημα και η κανονιστική εισφορά της συνταγματικής κατοχύρωσής τους. Το ΣτΕ δίνει το στίγμα του σεβασμού του θεσμικού ρόλου των Ανεξάρτητων Αρχών. Αυτό το στίγμα δίνει το προσεκτικό και όχι «απειλητικό» ύφος της γνωμοδότησης του εισαγγελέα του Α.Π. 13/2021 (Δ. Παπαγεωργίου) που απευθύνεται στον πρόεδρο του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης [...] Στην προκειμένη όμως περίπτωση της γνωμοδότησης 1/2023 (Ντογιάκου) το ζητούμενο δεν είναι να ασκηθεί ο έλεγχος επί της ΕΥΠ και των τηλεπικοινωνιακών παρόχων από την εισαγγελική αρχή στο πλαίσιο ποινικής προδικασίας που ως δικαστική αρμοδιότητα προτάσσεται αυτής της ΑΔΑΕ, αλλά να μην ασκηθεί κανένας απολύτως έλεγχος!».

Την ανησυχία τους για τη γνωμοδότηση Ντογιάκου εκφράζουν 16 καθηγητές του Συνταγματικού Δικαίου, σε κείμενο που υπογράφουν:

Η δήλωση έχει ως εξής

Οι υπογραφόμενοι, ομότιμοι καθηγητές, εν ενεργεία καθηγητές και λοιποί διδάσκοντες Συνταγματικό Δίκαιο στις δύο παλαιότερες Νομικές Σχολές και τα άλλα Πανεπιστήμια της χώρας, εκφράζουμε τη ζωηρή μας ανησυχία για την υπ’ αριθμ. 1/2023 γνωμοδότηση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, σε ερώτημα τηλεπικοινωνιακού παρόχου. Και τούτο διότι η γνωμοδότηση αυτή υποπίπτει σε μια σειρά σοβαρών ατοπημάτων:

  1. Ο κ. εισαγγελέας συγχέει αβασάνιστα το δικαίωμα ενημέρωσης των θιγομένων με την ελεγκτική αρμοδιότητα της ΑΔΑΕ. Το μεν πρώτο μπορεί πράγματι να ρυθμιστεί από τον νομοθέτη, όπως έγινε πρόσφατα με τον ν. 5002/2022. Η ρύθμιση του τελευταίου και ειδικά η προβλεπόμενη τριετία είναι προβληματική. Εν τούτοις, μέχρις ότου κριθεί αντισυνταγματική ή και αντίθετη με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ισχύει.
  2. Τουναντίον, η ελεγκτική αρμοδιότητα της ΑΔΑΕ απονέμεται σε αυτήν απ’ ευθείας από το Σύνταγμα (άρθρο 19§2) και η έκτασή της δεν μπορεί να περιοριστεί ούδ’ επ’ ελάχιστο από τον νομοθέτη. Αρμόδια κατά το Σύνταγμα να διασφαλίζει το απόρρητο, η ΑΔΑΕ έχει όχι απλώς τη δυνατότητα αλλά την υποχρέωση να ελέγχει την ΕΥΠ, τους παρόχους και κάθε άλλον εμπλεκόμενο παράγοντα για το αν κάνουν καλά τη δουλειά τους. Και τούτο ανά πάσα στιγμή, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν καταγγελίας και χωρίς να μπορεί να της αντιταχθεί οποιοδήποτε απόρρητο ακόμη και για λόγους εθνικής ασφάλειας. Είναι άλλο η ενημέρωση του θιγομένου, ύστερα από αίτησή του, και άλλο ο έλεγχος της ΑΔΑΕ, ο οποίος αποβλέπει στην τήρηση της αντικειμενικής νομιμότητας. Αυτό θέλησε ο συνταγματικός νομοθέτης και η περί του αντιθέτου άποψη του κ. εισαγγελέα, ότι δηλαδή ο εκάστοτε νομοθέτης μπορεί να καθορίζει κατά το δοκούν την έκταση της ελεγκτικής αρμοδιότητας της ΑΔΑΕ, δεν έχει το παραμικρό έρεισμα.
  3. Σε κάθε περίπτωση, εν όψει της εκκρεμούς δίκης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας για το δικαίωμα ενημέρωσης των θιγομένων, η έκδοση της ανωτέρω γνωμοδότησης ήταν άτοπη, διότι, όπως έχει αποφανθεί παλαιότερα η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, γνωμοδοτήσεις δεν εκδίδονται για υποθέσεις «επί των οποίων επελήφθησαν ήδη ή πρόκειται να επιληφθούν οι αρμόδιες δικαστικές αρχές». Και τούτο, «προς αποφυγή επηρεασμού της κρίσης τους». (ΓνωμΕισΑΠ 10/2018, 15/2021 και 3/2022). Για το ζήτημα άλλωστε του αθέμιτου επηρεασμού εκκρεμών δικών έχουν αποφανθεί από μακρού οι Ολομέλειες τόσο του Αρείου Πάγου όσο και του Συμβουλίου της Επικρατείας, κάθε φορά που η κυβερνώσα πλειοψηφία θέλησε να παρακάμψει την ετυμηγορία της Δικαιοσύνης [ΑΠ(Ολ.)40/1988, ΣτΕ(Ολ.) 542/1999, 677/2010].
  4.  Μια φράση τέλος όσον αφορά την αναφορά του κ. εισαγγελέα για πιθανή άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον, μεταξύ άλλων, και μελών της ΑΔΑΕ, ακόμη και για κατασκοπία (άρθρο 148 Π.Κ.). Επισημαίνουμε ότι η δύσκολα αποκρυπτόμενη αυτή απειλή δεν είναι σε καμιά περίπτωση ο προσήκων τρόπος για την υπέρβαση των διαφωνιών δύο άμεσων οργάνων του κράτους.

Νίκος Κ. Αλιβιζάτος (Πανεπιστήμιο Αθηνών), Ευάγγελος Βενιζέλος (Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης), Γιώργος Δελλής (Πανεπιστήμιο Αθηνών), Γιάννης Δρόσος (Πανεπιστήμιο Αθηνών), Ακρίτας Καϊδατζής (Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης), Ιφιγένεια Καμτσίδου (Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης), Αλέξανδρος Κεσσόπουλος (Πανεπιστήμιο Κρήτης), Ξενοφών Κοντιάδης (Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου), Χαράλαμπος Κουρουνδής (Ανοικτό Πανεπιστήμιο), Παναγιώτης Μαντζούφας (Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης), Λίνα Παπαδοπούλου (Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης), Νίκος Παπασπύρου (Πανεπιστήμιο Αθηνών), Φίλιππος Σπυρόπουλος (Πανεπιστήμιο Αθηνών), Γιώργος Σωτηρέλης (Πανεπιστήμιο Αθηνών), Γιάννης Τασόπουλος (Πανεπιστήμιο Αθηνών), Βασιλική Χρήστου (Πανεπιστήμιο Αθηνών).
 

Διαβαστε επισης