Στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου κατατέθηκε αίτηση με την οποία ζητείτε να ασκηθεί αναίρεσης κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών με το οποίο παραπέμπονται 6 εμπειρογνώμονες του Τ.Α.Ι.ΠΕ.Δ. για απιστία σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου και 3 μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου αυτού για πλημμεληματική υπεξαίρεση στην υπηρεσία. Η υπόθεση αφορά την πώληση και επαναμίσθωση 28 ακινήτων του Ελληνικού Δημοσίου την περίοδο 2013-2014.
Όπως είναι γνωστό, μεταξύ των προσώπων που παραπέμπονται είναι 3 Ευρωπαίοι τεχνοκράτες οι οποίοι συμμετείχαν στο Συμβούλιο Εμπειρογνωμόνων (με συμβουλευτικό αντικείμενο εργασίας). Οι δικηγόροι Αλέξανδρος Λυκουρέζος, Ιωάννης Γιαννίδης και Νικόλαος Πατεράκης, οι οποίοι κατέθεσαν την αίτηση αναίρεσης στον 'Αρειο Πάγο, σε ανακοίνωση τους αναφέρουν ότι βασικός λόγος για την παραπομπή των εμπειρογνωμόνων είναι η παραγνώριση από το Συμβούλιο Εφετών της διάταξης του άρθρου 192 § 8 του νόμου 4389/2016, σύμφωνα με την οποία: «Οι εμπειρογνώμονες, τα μέλη συμβουλίων εμπειρογνωμόνων ή τα μέλη άλλων γνωμοδοτικών οργάνων της εταιρείας και των άμεσων θυγατρικών της δεν υπέχουν αστική ή ποινική ευθύνη για γνωμοδοτήσεις τους, εφόσον οι τελευταίες έχουν συνταχθεί σύμφωνα με τις προβλεπόμενες από το νόμο διαδικασίες ή τα οριζόμενα στους εσωτερικούς κανονισμούς και τα καταστατικά τους, γεγονός που τεκμαίρεται αν έχει ακολουθήσει θετικός έλεγχος του Ελεγκτικού Συνεδρίου».
Πάντως, οι δικηγόροι διευκρινίζουν ότι «στη συγκεκριμένη περίπτωση είχε ακολουθήσει τέτοιος θετικός έλεγχος του Ελεγκτικού Συνεδρίου». Ως προς την υποτιθέμενη υπεξαίρεση εκ μέρους των 3 μελών του Δ.Σ. του Τ.Α.Ι.ΠΕ.Δ., όπως μεταδίδει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, οι εν λόγω δικηγόροι, αναφέρουν: «Προβλήθηκε το επιχείρημα ότι δεν νοείται καν αποστέρηση του Ελληνικού Δημοσίου του ποσού των τόκων που προέκυψαν από την τραπεζική τοποθέτηση του συμβατικού τιμήματος, καθώς το συγκεκριμένο ποσόν πιστώθηκε στον κύριο τραπεζικό λογαριασμό του Τ.Α.Ι.ΠΕ.Δ., καταχωρήθηκε εμφανώς στις οικείες ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, ετέθη υπ' όψιν του υπουργού Οικονομικών, ως εκπροσώπου του Δημοσίου, ελέγχθηκε από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους και πιστοποιήθηκε η ορθότητα της διακράτησής του από το Ταμείο».