ΕΥΖην

Υπήρξε όντως πεζογράφος ο Γιώργος Σεφέρης;


Τι ήταν ως πεζογράφος ο Γιώργος Σεφέρης; Τι σχέση είχε με την πεζογραφία ο ποιητής που απέσπασε το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1963, μπαίνοντας στο κέντρο της διεθνούς κονίστρας; Αλλά υπήρξε όντως πεζογράφος ο Σεφέρης; Κι αν ναι, τι είδους πεζογράφος ήταν σε σχέση με το ποιητικό του έργο;

Τα ερωτήματα δεν τίθενται πρώτη φορά, και έχουν απασχολήσει κατ' επανάληψη τους σχολιαστές του Σεφέρη, αλλά ανακύπτουν ξανά με αφορμή την έκδοση του ημερολογίου του «Μέρες Η΄ (2 Γενάρη 1961–16 Δεκέμβρη 1963)», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τον Ίκαρο σε επιμέλεια της Κατερίνας Κρίκου-Davis.

Η έκδοση καλύπτει την τελευταία περίοδο ημερολογιακών εγγραφών του Σεφέρη, που φτάνει μέχρι τον θάνατό του το 1971 (ο δεύτερος τόμος θα κυκλοφορήσει από τον ίδιο εκδότη πριν από το Πάσχα). Τι ακριβώς όμως βλέπουμε εδώ; Οι «Μέρες» δεν είναι όπως το «Πολιτικό Ημερολόγιο», όπου ο Σεφέρης μένει στην καταγραφή και την έκθεση των γεγονότων της δημόσιας σφαίρας - εκπροσωπούν περισσότερο τον ιδιωτικό χώρο, βάζοντας στην πρώτη γραμμή την ατομική παράμετρο. Παρόλα αυτά, ο Σεφέρης έχει περάσει όλη του τη ζωή στη διπλωματία, είναι συστηματικός αναγνώστης του Τύπου, καθώς και εξαιρετικά φιλότεχνος, πάνω απ' όλα, όμως, παραμένει αφοσιωμένος στη λογοτεχνία. Επομένως και το προσωπικό του ημερολόγιο δεν μπορεί παρά να παραμείνει ανοιχτό στα δημόσια ζητήματα. Και από αυτή την άποψη, εύλογα καταπιάνεται ο ποιητής και πρεσβευτής στο Λονδίνο με το Κυπριακό και την προσπάθεια Βρετανίας και Ελλάδας να απεμπλακούν στις αρχές της δεκαετίας του 1960 από το πλέγμα των διαταραγμένων σχέσεών τους, κατά την αμέσως προηγούμενη περίοδο.

Ο Σεφέρης είναι πολύ προσεκτικός με τους χειρισμούς τού Κωνσταντίνου Καραμανλή στο Κυπριακό, αλλά δύσκολα κρύβει τη δυσανεξία του για τη βασιλική οικογένεια, που θεωρεί πως περίπου ασκόπως ταξιδεύει από την Αθήνα στη βρετανική πρωτεύουσα (ιδιαίτερα καυστικός και απαξιωτικός αποδεικνύεται με τη Φρειδερίκη). Και ας υπολογίσουμε κοντά σε αυτά και τον διεθνή πολιτικό περίγυρο της εποχής του, της πολιτικής σκηνής της Τουρκίας συμπεριλαμβανομένης (ένα σύντομο, ξεχωριστό σύνολο εγγραφών σηματοδοτεί τη μόνιμη δυσανεξία του για τον Ευάγγελο Αβέρωφ, υπουργό των Εξωτερικών τότε).

Στις ελεύθερες ώρες του, που δεν είναι ούτε πολλές ούτε αυτονόητες, ο Σεφέρης παρακολουθεί πολύ συναυλίες (στο Λονδίνο και το Παρίσι), και βλέπει αρκετό θέατρο, με ολιγόλογες, πλην πυκνές και κάποτε οξείες, παρατηρήσεις, Το ίδιο λιγόλογος και οξύς είναι με τους λογοτεχνικούς ομολόγους του: από τον Ελύτη, με τον οποίο δεν τον ενώνουν πολλά, μέχρι τον Κατσίμπαλη, τον οποίο θεωρεί εγωκεντρικό και φλύαρο, τον Γκάτσο (υπολήπτεται απεριόριστα τη μεταφραστική του δουλειά), και βεβαίως τον Θωμά (όπως τον αποκαλεί ο ίδιος) Έλιοτ, που ενήργησε τα δέοντα για να πάρει το Νόμπελ χωρίς να προβάλει ποτέ την πρωτοβουλία του – ίσως και για να μην προκαταλάβει αρνητικά τα μέλη της σουηδικής κριτικής επιτροπής. Εννοείται πως ο Σεφέρης δεν κρύβει την ικανοποίηση που νιώθει για τη διεθνή αναγνώριση, αν και δεν παύει να πιστεύει πως εκπροσωπεί ένα είδος περιθωρίου για τους μέσους όρους του ζωντανού κόσμου της ελληνικής λογοτεχνίας. Στο μεταξύ, προετοιμάζει τα καινούργια του ποιήματα, ταξιδεύει εκστατικός στους Δελφούς και την Αμοργό, δουλεύει για την έκδοση των «Δοκιμών» και σκέφτεται πως η παράδοση είναι ενεργός μόνο όταν έχει την ικανότητα και την τόλμη να εγκαταλείψει τη θέση του απολιθώματος και να ανανεωθεί.

Τι είναι μετά από όλα αυτά ως πεζογράφος ο Σεφέρης; Μα, ένα αμάλγαμα ειδών και τρόπων, που ανακυκλώνει όλους τους σταθμούς της διαδρομής του. Ο ημερολογιογράφος μας είναι καταρχήν ένας αφοσιωμένος θιασώτης της νεωτερικής (αποσπασματικής και ελλειπτικής) αφηγηματικής τεχνικής του ημερολογίου. Κι είναι ακόμα ο στοχαστικός κριτικός και δοκιμιογράφος που ξέρουμε από τις ανεξίθρησκες «Δοκιμές» ή ο ελληνόφρων (εκ των πραγμάτων) και ελληνικός (για να το πούμε με τον καβαφικό τρόπο), αλλά όχι και ελληνοκεντρικός ποιητής της γενιάς του 1930, ο οποίος δυσκολεύεται να αποθέσει τις προσδοκίες του στην εικόνα ενός αρραγούς, ενιαίου και συμπαγούς πολιτισμικού παρελθόντος. Να προσθέσουμε κι άλλα; Στο προσωπικό του ημερολόγιο ο Σεφέρης είναι επίσης ένας λυρικός ταξιδιογράφος, που μπορεί να μεταμορφωθεί σε χαμηλόφωνο και ταυτοχρόνως οξυδερκή πολιτικό σχολιαστή, όπως και ένας κατ’ εξοχήν ευαίσθητος (παρά τις συνοπτικές διατυπώσεις του) κριτικός μουσικής και θεάτρου. Οι «Μέρες» είναι εντούτοις και κάτι άλλο: το καλλιτεχνικό εργαστήριο όπου ο ποιητής δοκιμάζει συνεχώς από την αρχή, και πάντοτε με την ίδια αγωνία και επιμονή, τα υλικά του, όντας πεπεισμένος πως η ποίηση πέρα και πριν από πολιτική, ιδεολογία και Ιστορία είναι γλώσσα και μύθος: γλώσσα γιατί μόνο με τις λέξεις μπορεί να χτίσει το αυτοδύναμο σύμπαν της και μύθος επειδή μόνο με τα σύμβολα γίνεται ικανή να σχηματίσει τα πρόσωπα και να επεξεργαστεί τις μορφές της.

Η ένταξη στο ημερολόγιο από την επιμελήτρια των αποκομμάτων του Τύπου που συγκέντρωνε ο Σεφέρης (μαζί με τα σκίτσα και τις γελοιογραφίες τους) δίνει στην πεζογραφία του και μιαν άλλη διάσταση: τη διάσταση και την οπτική της άμεσης (αντικειμενικότερης από το προσωπικό ημερολόγιο) μαρτυρίας, που συμβάλλει με τη δική της φωνή στην πολλαπλότητα του λόγου και την ποικιλία της έκφρασης. Περιμένουμε με αδημονία τον επόμενο τόμο.

Β. Χατζηβασιλείου (ΑΠΕ – ΜΠΕ)