ΕΥΖην

Χωρισμός: Μια συχνή άμυνα που... μας κρατάει εγκλωβισμένους στη λύπη


 Είναι δεδομένο για όλους: Η απώλεια μιας σχέσης -για οποιονδήποτε λόγο- συνοδεύεται από δύσκολα και επίπονα συναισθήματα. Συχνά, προσπαθώντας να αποφύγουμε να βιώσουμε αυτά τα συναισθήματα, τείνουμε να μπαίνουμε σε ενός είδους εμμονή σχετικά με τον/την πρώην σύντροφό μας. Αυτές οι επίμονες σκέψεις συνήθως παίρνουν μία από τις δύο –ή εναλλασσόμενες- μορφές: υποτίμηση ή εξιδανίκευση.

Όταν προσπαθούμε να ξεπεράσουμε τον/την πρώην με υποτίμηση, επαναφέρουμε διαρκώς στη μνήμη μας οτιδήποτε αρνητικό μας έχει κάνει ή περάσαμε μαζί. Υπερ-εστιάζουμε στα ελαττώματά τους, κάνουμε ερμηνείες σχετικά με τα κίνητρά τους, τα στοιχεία που δε μας αρέσουν στο χαρακτήρα τους, μπορεί ακόμα και να σκεφτόμαστε γι’ αυτούς ότι είναι διεστραμμένοι ή ανήθικοι.

Αυτό μας αναστατώνει και είναι επίπονο, ωστόσο υποτιμώντας τον/την πρώην, δίνεται κάποια στιγμιαία ανακούφιση από τον πόνο που συνοδεύει την απώλεια. Επίσης, αυτό τραβάει την προσοχή μας από το ρόλο που είχαμε εμείς στη διάλυση αυτής της ένωσης.

Εναλλακτικά, όταν εξιδανικεύουμε τον/την πρώην, ξαναπαίζουμε νοερά στο μυαλό μας κάθε θετική πτυχή του/της, κάθε καλή στιγμή της σχέσης, χτίζοντας μια σχεδόν τέλεια εικόνα για το άτομο και τη σχέση. Μπορεί να αισθανόμαστε τότε σαν να μην έχουμε καμία αξία, ή να μην έχει νόημα η ύπαρξή μας εάν δε μπορούμε να είμαστε με αυτό το άτομο.

Και αυτό είναι πολύ επίπονο, διότι κάθε φορά που εξιδανικεύουμε τους πρώην, ρίχνουμε μια βαριά σκιά στον εαυτό μας. Η εξιδανίκευση, ακριβώς όπως και η υποτίμηση, μας αποσπά από το πένθος για την απώλεια της σχέσης και από το να αποδεχθούμε ότι η απώλεια είναι αληθινή. Επιτρέπει, άλλωστε, στο μυαλό μας –προσωρινά- μία πιο ήπια εστίαση σε αυτόν τον κόσμο, που διαφορετικά μοιάζει να μην υπόσχεται τίποτα πέρα από πόνο και μιζέρια.

Πρέπει ωστόσο να γνωρίζουμε το εξής: σε αυτές τις περιπτώσεις τόσο η εξιδανίκευση, όσο και η υποτίμηση το μόνο που κάνουν είναι να παρατείνουν την εσωτερική διαδικασία του πένθους.

Οπότε τι μπορούμε να κάνουμε; Καλό είναι να είμαστε σε εγρήγορση, ώστε να αντιλαμβανόμαστε πότε κάνουμε κάτι από τα δύο και μόλις «πιάσουμε» τον εαυτό μας να πέφτει στην παγίδα, να επανεστιάζουμε την προσοχή μας στα δικά μας αισθήματα για την απώλεια. Μπορούμε να υπενθυμίζουμε στον εαυτό μας, ότι η εξιδανίκευση και η υποτίμηση είναι άμυνες, που χρησιμοποιούμε για να αποσπάσουμε την προσοχή μας, οι οποίες όμως τελικά μας κρατούν βυθισμένους στη λύπη.

Εάν φτάνεις στα άκρα τις σκέψεις σου σχετικά με τον χαρακτήρα του/της πρώην, μπορείς να δοκιμάσεις να κάνεις μία «αυτοψία» της σχέσης, με την οποία θα πάρεις μία αποστασιοποιημένη, λογική οπτική για τα γεγονότα –τον δικό σου ρόλο και το ρόλο του/της πρώην. Στόχος της αυτοψίας αυτής είναι να σκεφτείς για τη σχέση που τέλειωσε, αλλά με εποικοδομητικό και ρεαλιστικό τρόπο. 

Πως γίνεται:

Γράφουμε τα γεγονότα από την αρχή ως το τέλος της σχέσης, με το ρόλο που έπαιξε ο καθένας στην κάθε περίπτωση. Εδώ χρειάζεται κάποια προσοχή, διότι συχνά, όταν επαναφέρουμε στη μνήμη μας δυσάρεστες καταστάσεις, τείνουμε να ερμηνεύουμε τα γεγονότα από την πλευρά που βολεύει το δικό μας μυαλό και να μη βλέπουμε πως τα είδε, πως τα έζησε και τι αισθάνθηκε ο άλλος άνθρωπος.

Οπότε, γράφουμε την ιστορία προσπαθώντας να είμαστε όσο πιο περιγραφικοί και αντικειμενικοί γίνεται -γεγονότα-, έτσι ώστε να μπορέσουμε να πενθήσουμε υγιώς και τελικά να προχωρήσουμε.

Εάν δεν πάρουμε μία ψυχρή, αποστασιοποιημένη οπτική της πραγματικότητας της σχέσης και δε βιώσουμε έτσι τα συναισθήματα που αυτή –η πραγματικότητα- γεννά, παραμένουμε παγιδευμένοι σε αντιπαραγωγικές σκέψεις σχετικά με τον/την πρώην και δε θα μπορούμε να ξεπεράσουμε την απώλεια. 

Η εξέταση των αληθινών γεγονότων τελικά απελευθερώνει, διότι αντί να κατηγορούμε ή να εξιδανικεύουμε τον άλλο, μπορούμε να δούμε αποστασιοποιοημένα και πιο αντικειμενικά το γιατί «αυτοί οι δυο άνθρωποι» δεν ήταν δυνατόν να συνεχίσουν αυτή τη σχέση.

Στη συνέχεια αρκεί να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να νιώσει τα συναισθήματα που δημιουργούνται από αυτή την αποστασιοποιημένη ματιά.