Πολιτική

Βορίδης: Ερωτήματα για την κίνηση των χρημάτων από την εταιρεία Κασσελάκη


Σειρά ερωτημάτων για την εταιρεία του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, Στέφανου Κασσελάκη, έθεσε ο υπουργός Επικρατείας Μάκης Βορίδης, σε συνέντευξή του στον τηλεοπτικό σταθμό Action24. Μαζί με άλλα θέματα της επικαιρότητας (Φρ. Μπελέρης, Εκκλησία, Α.-Μ. Ασημακοπούλου, νομοσχέδιο για πανεπιστήμια).

Ξεκινώντας από την υπόθεση του Φρέντη Μπελέρη, ο υπουργός Επικρατείας παρατήρησε ότι «οδηγείται σε καταδίκη ένας άνθρωπος ο οποίος είναι ο εκλεγμένος δήμαρχος Χειμάρρας». Ενώ προσέθεσε ότι από τις παρακολουθήσεις των συνομιλιών του από τις αλβανικές αρχές επί μία εβδομάδα, τίποτε δεν προέκυψε εις βάρος του αφού δεν προσκομίσθηκε κάτι στο δικαστήριο. Τελικώς, «επιστρατεύεται ένας μάρτυρας, λειτουργεί ως αζάν προβοκατέρ, είναι πληρωμένος από τις αλβανικές μυστικές υπηρεσίες για να κάνει αυτήν τη δουλειά και είναι καταδικασμένος στο παρελθόν για απάτες». Παραλλήλως, «το δικαστήριο αρνείται στον Μπελέρη να πάει να ορκισθεί, τον κρατά προφυλακισμένο για μια πλημμεληματική υπόθεση όλο αυτό το χρονικό διάστημα για να οδηγηθούμε στην καταδίκη». Και, μετά την παράθεση των στοιχείων, ο Μ. Βορίδης υπογράμμισε ότι «είναι τεκμηριωμένη η θέση της Ελλάδος, ότι υπάρχει πρόβλημα με τη λειτουργία της δικαιοσύνης, του ανακριτικού συστήματος των διωκτικών αρχών, εν τέλει του κράτους δικαίου στην Αλβανία». Η εν λόγω χώρα «θέλει να ξεκινήσει την ενταξιακή διαδικασία της στην Ευρωπαϊκή Ένωση», ωστόσο δεν εκπληρώνει τα κριτήρια περί κράτους δικαίου, «αυτό θα διαπιστωθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο». Το συμπέρασμα του υπουργού Επικρατείας είναι ότι «είναι απολύτως αδύνατον να προχωρήσει η διαδικασία εντάξεως της Αλβανίας με τέτοιες συνθήκες δικαστηρίων, δεν γίνεται». Και ακόμη, στο ερώτημα αν η Αθήνα θα ασκήσει βέτο στην ενταξιακή διαδικασία των Τιράνων, απάντησε ως εξής: «Η Ελλάδα υπερασπίζεται το κράτος δικαίου, άρα ναι (θα ασκήσει βέτο) [...] δεν γίνεται να μπεις στην ευρωπαϊκή οικογένεια χωρίς την εκπλήρωση αυτών των προϋποθέσεων. Δεν είναι διμερής διαφορά [...] είναι ένα ζήτημα που αφορά την Ευρώπη». Ερωτηθείς για τις πληροφορίες που θέλουν τον Φρέντη Μπελέρη να είναι υποψήφιος ευρωβουλευτής με το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, ξεκαθάρισε ότι «η κατάρτιση του ευρωψηφοδελτίου είναι υπόθεση του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας, δεν ξέρω αν το σκέφτεται ο πρόεδρος».

Αλλάζοντας θέμα, για τις σχέσεις της κυβέρνησης με την Εκκλησία επεσήμανε αρχικώς: «Η Εκκλησία είναι στενοχωρημένη, ήταν απολύτως αρνητική (σ.σ. για το γάμο των ομόφυλων ζευγαριών), όπως και πολλοί από εμάς». Όμως, συμπλήρωσε, «το μείζον για μένα είναι ότι αυτό δεν μπορεί να οδηγήσει σε διαταραχή των σχέσεων Εκκλησίας-Κράτους [...] να το κρατήσουμε σε ένα επίπεδο καταλλαγής». Εκτίμησε δε, ότι η συγκεκριμένη φάση θα περάσει, ενώ αναγνώρισε ότι «η Εκκλησία έχει τις αρχές, τις αξίες, τις πεποιθήσεις της, είναι θείον καθίδρυμα», επιπλέον, «η Διαρκής Ιερά Σύνοδος, με την απόφασή της αυτή θέλει να στείλει ένα μήνυμα, δεν υπάρχει αμφιβολία. Τη δυσαρέσκειά της. Το μήνυμα εισεπράχθη».

Για το θέμα που ανέκυψε με την ευρωβουλευτή της ΝΔ, Άννα-Μισέλ Ασημακοπούλου, ερωτηθείς εν προκειμένω αν τίθεται θέμα με την υποψηφιότητά της στο «γαλάζιο» ευρωψηφοδέλτιο, απάντησε: «Με τα δεδομένα που υπάρχουν αυτή τη στιγμή, όχι». Πάντως, διευκρίνισε, «αν τα δεδομένα είναι, για παράδειγμα, ότι δεν τηρήθηκε ο κανονισμός και εστάλησαν κάποια email που ενδεχομένως δεν έπρεπε να σταλούν, εντάξει είναι ένα ζήτημα». Στο σημείο αυτό και με αφορμή πολλές υποθέσεις με δημόσιο ενδιαφέρον που βρίσκονται στα χέρια της δικαιοσύνης, ο υπουργός Επικρατείας συνέστησε στους πολιτικούς να μην κάνουν τους... Κλουζώ, όπως χαρακτηριστικά είπε, κάτι που είναι «πολύ διαδεδομένο τελευταία».

Για την υπόθεση της εταιρείας του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, Στέφανου Κασσελάκη, ξεκίνησε την τοποθέτησή του από ένα στοιχείο που διαφοροποιεί την εν λόγω υπόθεση από την προηγούμενη: «Εδώ είναι ομολογημένο, ότι ήταν δική του η εταιρεία, τη στιγμή που ο νόμος απαγορεύει αρχηγός κόμματος που έχει κοινοβουλευτική εκπροσώπηση να έχει τέτοιες εταιρείες».

Και συνέχισε με το δεύτερο σκέλος, της δανειοδότησης: διευκρινίζοντας εξ αρχής ότι δεν γνωρίζει αν το εν λόγω σκέλος είναι ομολογημένο από την πλευρά του Στ. Κασσελάκη, επεσήμανε ότι στηρίζεται σε όσα έχει πει ο τέως γενικός διευθυντής του ΣΥΡΙΖΑ, Θύμιος Γεωργόπουλος. Σύμφωνα λοιπόν με όσα είπε στη συνέντευξή του ο υπουργός Επικρατείας, «τα λεφτά μπήκαν στις 29/12, ενώ τα δώρα είχαν πληρωθεί και γύρισαν στις 5/1. Ήταν ένα δάνειο 6 ημερών, δεν ξέρω αν είναι αλήθεια αυτό. Με επιφύλαξη το λέω, αναπαράγω τον ισχυρισμό του διευθυντή». Και, εν συνεχεία: «Εσείς μετακινείτε 250.000 αχρείαστα; Τα βάζετε και τα βγάζετε χωρίς λόγο; Γιατί γίνεται αυτό; [...] Προς έρευνα το λέω: τα χρήματα βγήκαν κατ' ευθείαν από την εταιρεία; Η εκδοτική εταιρεία πώς αποδέχεται καταβολή ποσού από αλλοδαπή εταιρεία;» Και με τη διευκρίνιση ότι «άλλη τσέπη έχει ο πρόεδρος και άλλη η εταιρεία», συνέχισε: «Ήταν μέρισμα (αυτό) που διανεμήθηκε; Ήταν κέρδη της εταιρείας που τα έδωσαν στον μέτοχό τους και πρόεδρο, και εκείνος έκανε το δάνειο; Ήταν δάνειο που δόθηκε απ' ευθείας από εταιρεία σε εταιρεία; Η μία εταιρεία γιατί να δανείσει την άλλη εταιρεία;»

Κατά την άποψή του, «αυτά είναι πολύ ενδιαφέροντα ερωτήματα, εκτός της μη νομίμου συμμετοχής του προέδρου (σ.σ. του ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ.) σε αλλοδαπή εταιρεία. Εδώ έχουμε καραμπινάτη παρανομία, τελειώσαμε. Το δεύτερο είναι η κίνηση των χρημάτων, να περιμένουμε να δούμε αν θα γίνει κάποια έρευνα».

Στο σημείο αυτό δε, προχώρησε και σε μία αντίστιξη, όπως είπε, μεταξύ των κ.κ. Μητσοτάκη και Κασσελάκη. «Από τη μια μεριά είχαμε τον πρωθυπουργό στην Ουκρανία, με τις ρουκέτες και τις οβίδες να σκάνε δίπλα, και από την άλλη μεριά, ένα άλλο περιβάλλον, η αγορά ενός ακριβού σπιτιού, φαντάζομαι πως τα θέματα της επίπλωσης απασχολούν, ένας γάμος που επίκειται, ο στρατός [...] Κάνω την αντίστιξη: από τη μια μεριά ο πρωθυπουργός της Ελλάδος να υπερασπίζεται την εδαφική ακεραιότητα, την ανεξαρτησία, την κυριαρχία, τη βούληση ενός κυρίαρχου κράτους και να είναι σε μια ευρωπαϊκή περιοχή όπου μαίνεται πόλεμος εξαιτίας της ρωσικής εισβολής [...] Και από την άλλη έχουμε την αξιωματική αντιπολίτευση, η οποία τα νέα που παράγει είναι το σπίτι, ο γάμος, η off shore, ο στρατός». Ενώ, παρότι αδόκιμη, όπως επεσήμανε, η σύγκριση της υπόθεσης Κασσελάκη με εκείνην της κυρίας Ασημακοπούλου, υπογράμμισε τη διαφορά ότι «όταν η κυρία Ασημακοπούλου δέχθηκε την κλήση, είπε: "Καλοδεχούμενη η έρευνα και από τους δύο (σ.σ. Εισαγγελία - Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα)"». Αντιθέτως, «όταν ο κ. Κασσελάκης ενημερώθηκε ότι η εισαγγελική αρχή πρόκειται να ερευνήσει, έκανε ένα μακροσκελέστατο tweet, για να πει ότι αυτός διώκεται προνομιακά». Πολιτικό συμπέρασμα του υπουργού Επικρατείας είναι ότι «ο πολακισμός, η τοξικότητα, αυτό το ύφος είναι απολύτως συνδεδεμένα με την παρουσία του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και ευρύτερα με μια ορισμένη αντίληψη μιας ορισμένης Αριστεράς», όχι όλης, όπως διευκρίνισε στην επόμενη φράση του. «Όποιος νομίζει ότι επειδή έφυγε ο κ. Τσίπρας και ήλθε ο κ. Κασσελάκης, και επειδή ο κ. Πολάκης δεν είναι υπερτομεάρχης αλλά είναι κάτι άλλο, (ότι) αλλάζει αυτό, αυτό δεν αλλάζει».

Όσον αφορά το υπό συζήτηση νομοσχέδιο για τα πανεπιστήμια, το χαρακτήρισε «σπουδαίο», ενώ δήλωσε εντυπωσιασμένος από την «εμμονή της Αριστεράς» να είναι αντίθετη. Στα επί μέρους, απάντησε εν πρώτοις στον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής, Νίκο Ανδρουλάκη, ο οποίος, όπως δήλωσε, θέλει πρώτα αλλαγή του Άρθρου 16 του Συντάγματος. Δηλαδή, «να περιμένουμε 5, 6, 7 χρόνια ακόμη και να δούμε αν θα βρούμε τις πλειοψηφίες στην επόμενη Βουλή για να αλλάξει το (Άρθρο) 16 και τότε μπορεί να μην είναι 7 χρόνια, να είναι 17 χρόνια». Συγχρόνως χαρακτήρισε «κωμική» τη μομφή κατά της κυβέρνησης ότι εξυπηρετεί συμφέροντα, αφού, όπως επιχειρηματολόγησε, «είναι τόσο αυστηρές οι προϋποθέσεις, που το μόνο για το οποίο μπορεί να κατηγορηθεί η κυβέρνηση είναι ότι έχει βάλει τόσο αυστηρές προϋποθέσεις». Δικαιολόγησε, πάντως, το Υπουργείο Παιδείας για την αυστηρότητα των κριτηρίων.

Στο σημείο αυτό εξαπέλυσε σφοδρή επίθεση κατά των αριστερών, υποστηρίζοντας ότι θεωρούν πως «στα δημόσια πανεπιστήμια έχουν ένα δικό τους μετερίζι, το οποίο τώρα θα συγκρίνεται με τα μη κρατικά». Συγκεκριμένα, «στη μία εικόνα, θα είναι αυτοί οι τύποι που μπαινοβγαίνουν και οι πρυτάνεις οι οποίοι περίπου δηλώνουν αδύναμοι να το αντιμετωπίσουν. Θα είναι οι αφίσες, τα graffiti, οι καταλήψεις. Στην άλλη εικόνα, ένα άλλο πανεπιστήμιο, που θα αποτελεί παράδειγμα για το δημόσιο».

Τούτου δοθέντος, «το δημόσιο πανεπιστήμιο όταν θα έχει αυτό το πρότυπο για να συγκριθεί, πλέον θα αναβαθμιστεί - και αυτό είναι που δεν θέλει η Αριστερά, την αναβάθμιση του πανεπιστημίου. Γιατί πλέον δεν θα είναι ιδεολογικό μετερίζι της, δεν θα μπορούν να μπαινοβγαίνουν οι μπαχαλάκηδες, δεν θα μπορούν να κολλάνε αφίσες, δεν θα μπορούν να κάνουν τέτοιου τύπου συναλλαγές σαν αυτές που κάνουν τώρα μέσα στο δημόσιο πανεπιστήμιο». Μάλιστα, προσέθεσε, «αυτό θα δημιουργήσει σημαντική πίεση στις πρυτανικές αρχές. Ήδη το κλίμα, για να είμαι δίκαιος, είναι πολύ βελτιωμένο και πολλά κομμάτια του δημόσιου πανεπιστημίου έχουν κάνει σπουδαία βήματα και προχωρούν στη σωστή κατεύθυνση. Κάποια που μένουν πίσω, υπό την καταθλιπτική επιρροή της Αριστεράς, θα αναγκασθούν τώρα με αυτήν τη εικόνα να πάνε και αυτά μπροστά» εκτίμησε.

Στο ζήτημα της χρηματοδότησης των δημοσίων πανεπιστημίων, είπε πως είναι «θεαματική» επί ημερών της παρούσας κυβέρνησης, «έχει διπλασιασθεί». Όμως, διευκρίνισε, «η χρηματοδότηση πρέπει να συνδεθεί με την αξιολόγηση. Δεν γίνεται να είναι συνέχεια το αίτημα, "περισσότερα λεφτά". Πρέπει να είναι, "περισσότερα λεφτά, που πιάνουν τόπο και γίνονται κάτι"». Και, προχωρώντας ένα βήμα πιο πέρα, «αν συζητάμε για περισσότερα λεφτά αλλά έχουμε καταλήψεις στο 30%, αυτό είναι ένα θέμα με τα περισσότερα λεφτά. Γιατί ο φορολογούμενος δεν πληρώνει το δημόσιο πανεπιστήμιο για να είναι κατειλημμένο». Στο ερώτημα, μάλιστα, αν πρέπει να υπάρξει σύνδεση της χρηματοδότησης με τις ημέρες των καταλήψεων, απάντησε πως αυτό, ναι, πρέπει να γίνει με κάποιο τρόπο.

Διαβαστε επισης