Τράπεζες

Βγάζουν το «λογαριασμό» της κρίσης οι τράπεζες: Bαριές απώλειες το δ' τρίμηνο


Πάνω από 1 δισ. ευρώ νέες προβλέψεις για «κόκκινα» δάνεια αναμένεται να προστεθούν στους ισολογισμούς

Με μεγάλο ενδιαφέρον αναμένονται οι ανακοινώσεις των τραπεζών, που αρχίζουν σήμερα από την Eurobank, για τα αποτελέσματα του δ' τριμήνου και της χρήσης 2020, όπου οι τράπεζες βυθίσθηκαν σε μια νέα κρίση, λόγω της πανδημίας. Οι αναλυτές θα εστιάσουν την προσοχή τους στο «λογαριασμό» της πανδημίας, καθώς οι τράπεζες θα εγγράψουν στο τελευταίο τρίμηνο του έτους μεγάλου ύψους προβλέψεις για πιστωτικό κίνδυνο.

Σύμφωνα με εκτιμήσεις της KBW, οι τέσσερις συστημικές τράπεζες αναμένεται να εγγράψουν νέες προβλέψεις για «κόκκινα» δάνεια ύψους 1,37 δισ. ευρώ, ενώ γενικότερα οι αναλυτές συμφωνούν ότι, μετά την εγγραφή σημαντικών προβλέψεων στο α' τρίμηνο του 2020, οι τράπεζες θα χρειασθεί να «φορτωθούν» με νέες προβλέψεις άνω του 1 δισ. ευρώ στο κλείσιμο του έτους, ώστε να έχουν κάλυψη για τις πιθανές απώλειες που θα προκύψουν κυρίως ως αποτέλεσμα του «κοκκινίσματος» δανείων άνω των 20 δισ. ευρώ, τα οποία είχαν τεθεί σε αναστολή πληρωμής δόσεις μέσα στο 2020.

Τις μεγαλύτερες προβλέψεις, άνω των 500 εκατ. ευρώ, αναμένεται ότι θα εγγράψει η Εθνική Τράπεζα, που έχει και την «πολυτέλεια» να διαθέτει μεγάλο απόθεμα κερδών από το χαρτοφυλάκιο των ομολόγων της και είναι σε θέση να συμψηφίσει αυτές τις απώλειες με κέρδη από τα ομόλογα. Ακολουθούν η Alpha και η Eurobank, που επίσης ενέγραψαν το δ' τρίμηνο του έτους σημαντικά κέρδη από ομόλογα μέσω ανταλλαγών με το Δημόσιο και θα τα αξιοποιήσουν ως αντιστάθμισμα για τις προβλέψεις. Τις μικρότερες προβλέψεις αναμένεται να σχηματίσει η Τρ. Πειραιώς, που έχει αφήσει για το 2021 την αξιοποίηση των δικών της κερδών από το χαρτοφυλάκιο ομολόγων.

Από αυτή την ισορροπία ανάμεσα στις προβλέψεις για πιστωτικό κίνδυνο και στα έκτακτα κέρδη από τα ομόλογα θα διαμορφωθεί και το τελικό αποτέλεσμα για τη χρήση του 2020. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των αναλυτών, συνολικά οι συστημικές τράπεζες θα παραμείνουν κερδοφόρες, με το τελικό αποτέλεσμα να διαμορφώνεται πάνω από τα 600 εκατ. ευρώ. Ζημιές στη χρήση, οι οποίες θα ξεπεράσουν τα 150 εκατ. ευρώ, αναμένεται να εμφανίσει μόνο η Τράπεζα Πειραιώς.

Ευρύτερα στο τραπεζικό σύστημα της χώρας, δηλαδή στο σύνολο των τραπεζών, συστημικών και μη, που παρακολουθεί η Τράπεζα της Ελλάδος, στο 9μηνο διαπιστώθηκε ότι, παρότι τα λειτουργικά αποτελέσματα αυξήθηκαν εντυπωσιακά, τελικά οι τράπεζες εμφάνισαν ζημιές, έναντι κερδών την ίδια περίοδο του 2019, επειδή επιβαρύνθηκαν από διπλάσιες προβλέψεις για πιστωτικό κίνδυνο, οι οποίες έφθασαν τα 4 δισ. ευρώ.

Από πολλές πλευρές, τα αποτελέσματα των τραπεζών ήταν βελτιωμένα το 2020, σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει η ΤτΕ στην τελευταία έκθεση για τη Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα. Ο φθηνός δανεισμός από την ΕΚΤ (με αρνητικό επιτόκιο) μείωσε περίπου κατά 300 εκατ. ευρώ τα έξοδα τόκων, τα έσοδα από μη τοκοφόρες εργασίες ήταν αυξημένα σχεδόν κατά 60%, ενώ κατά 118% αυξήθηκαν τα έσοδα από χρηματοοικονομικές πράξεις, δηλαδή κυρίως από τις συναλλαγές με ομόλογα του Δημοσίου. Έτσι, τα καθαρά έσοδα (λειτουργικά έσοδα - λειτουργικά έξοδα) ήταν σημαντικά αυξημένα, κατά 36,8%, πλησιάζοντας τα 4 δισ. ευρώ.

Όμως, οι προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο διπλασιάστηκαν, από τα 2 στα 4 δισ. ευρώ, με αποτέλεσμα οι τράπεζες να περάσουν σε ζημιές 512 εκατ. ευρώ (προ φόρων), έναντι κερδών 611 εκατ. ευρώ την αντίστοιχη περυσινή περίοδο. Μετά τους φόρους, η ζημιά ανεβαίνει στα 688 εκατ. ευρώ, έναντι κερδών 649 εκατ.

Η ΤτΕ, μάλιστα, σημειώνει ότι τα αποτελέσματα των τραπεζών θα εξαρτηθούν από την εξέλιξη της πανδημίας και τονίζει ότι θα συνεχίσουν να επιβαρύνονται από μεγάλες προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο.

Ειδικότερα, η ΤτΕ αναφέρει, σχολιάζοντας τα αποτελέσματα του τραπεζικού τομέα (συστημικές και μικρότερες τράπεζες) τα ακόλουθα:

  • Το εννεάμηνο του 2020 τα λειτουργικά έσοδα αυξήθηκαν σημαντικά σε ετήσια βάση, λόγω της αύξησης των εσόδων από μη τοκοφόρες εργασίες. Όσον αφορά τα καθαρά έσοδα από τόκους, η μείωση των εσόδων τόκων ήταν μεγαλύτερη σε απόλυτα μεγέθη από την αντίστοιχη μείωση των εξόδων. Τα έσοδα από τόκους επηρεάστηκαν αρνητικά από τη συνεχιζόμενη συρρίκνωση του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών καθώς και τη μείωση των επιτοκίων χορηγήσεων. Η υποχώρηση των εξόδων για τόκους οφείλεται στο μειωμένο κόστος των καταθέσεων και στην άντληση ρευστότητας από το Ευρωσύστημα με ευνοϊκούς όρους. Κατά συνέπεια το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο μειώθηκε κατά 22 μονάδες βάσης σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019 και διαμορφώθηκε στο 2%. Ωστόσο το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο των ελληνικών τραπεζών παραμένει σημαντικά υψηλότερο από το αντίστοιχο των μεσαίου μεγέθους τραπεζικών ομίλων στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ).
  • Τα καθαρά έσοδα από μη τοκοφόρες εργασίες ενισχύθηκαν κατά 59,4% σε ετήσια βάση, ωστόσο το μεγαλύτερο μέρος αυτών είναι μη επαναλαμβανόμενα. Ειδικότερα τα έσοδα από χρηματοοικονομικές πράξεις υπερδιπλασιάστηκαν σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019, προερχόμενα κυρίως από κέρδη που προέκυψαν από το χαρτοφυλάκιο ομολόγων Ελληνικού Δημοσίου. Υπερδιπλάσια ήταν και τα λοιπά έσοδα. Επίσης, θετική ήταν η συμβολή των καθαρών εσόδων από προμήθειες. Όσον αφορά τα λειτουργικά έξοδα, παρουσί-ασαν περαιτέρω υποχώρηση λόγω κυρίως της συνεχιζόμενης συρρίκνωσης του προσωπικού και της συνακόλουθης μείωσης των δαπανών προσωπικού.
  • Ως αποτέλεσμα των παραπάνω ενισχύθηκαν τα λειτουργικά κέρδη το 2020 και βελτιώθηκε ο δείκτης αποτελεσματικότητας (λόγος λειτουργικών εξόδων προς έσοδα) των ελληνικών τραπεζών. Ο δείκτης αυτός παραμένει σε επίπεδο σημαντικά χαμηλότερο έναντι του μέσου όρου των μεσαίου μεγέθους τραπεζικών ομίλων στην ΕΕ.
  • Η τάση αποκλιμάκωσης του κόστους πιστωτικού κινδύνου αντιστράφηκε το εννεάμηνο του 2020 καθώς οι προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο διπλασιάστηκαν σε ετήσια βάση. Συγκεκριμένα, το εννεάμηνο του 2020 σχηματίστηκαν προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο συνολικού ύψους 4 δισεκ. ευρώ έναντι 2 δισεκ. ευρώ την αντίστοιχη περίοδο του 2019. Από αυτές, 1 δισεκ. ευρώ αντανακλά την ενσωμάτωση των δυσμενέστερων μακροοικονομικών προβλέψεων εξαιτίας της πανδημίας στα υποδείγματα των τραπεζών για τον υπολογισμό ζημιών απομείωσης, 1,5 δισεκ. ευρώ σχετίζεται με την πώληση μεγάλου χαρτοφυλακίου ΜΕΔ από μια συστημική τράπεζα και 1,5 δισεκ. ευρώ αποτελεί γενικές και ειδικές προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο.
  • Οι ζημίες προ φόρων διαμορφώθηκαν σε 512 εκατ. ευρώ το εννεάμηνο του 2020. Ως αποτέλεσμα όλων των παραπάνω οι τραπεζικοί όμιλοι κατέγραψαν ζημίες μετά φόρων και διακοπτόμενων δραστηριοτήτων και οι δείκτες αποδοτικότητας του ενεργητικού (RoA) και των ιδίων κεφαλαίων (RoE) των τραπεζικών ομίλων εμφάνισαν εκ νέου αρνητικό πρόσημο (-0,32% και -3,3% αντίστοιχα).

Οι προοπτικές

  • Όσον αφορά τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές για την κερδοφορία, αυτές είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την εξέλιξη της πανδημίας και τις επιπτώσεις της στην πραγματική οικονομία και στον τραπεζικό τομέα. Το περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων ασκεί πίεση στα καθαρά έσοδα από τόκους των τραπεζών, αναδεικνύοντας την ανάγκη αναζήτησης εναλλακτικών πηγών εσόδων και περαιτέρω εξορθο-λογισμού του κόστους. Στην κατεύθυνση αυτή μπορεί να συμβάλει η επιτάχυνση του ψηφιακού μετασχηματισμού των τραπεζών, με την πελατεία τους να εμφανίζεται πιο δεκτική κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
  • Ωστόσο, η αναμενόμενη αύξηση του πιστωτικού κινδύνου των τραπεζών εξαιτίας της επιδείνωσης της χρηματοοικονομικής κατάστασης επιχειρήσεων και νοικοκυριών αναμένεται να οδηγήσει στην ανάγκη σχηματισμού αυξημένων προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο, περιορίζοντας περαιτέρω τη δυνατότητά τους για εσωτερική δημιουργία κεφαλαίου. Κατά συνέπεια, η ανάπτυξη ενός διατηρήσιμου επιχειρηματικού υποδείγματος που θα επιτρέπει την επίτευξη ενός ικανοποιητικού επιπέδου οργανικής κερδοφορίας αποτελεί μια από τις προκλήσεις που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι ελληνικές τράπεζες.

Τα αποτελέσματα 9μήνου των ελληνικών τραπεζών

(πηγή: Τράπεζα της Ελλάδος, Έκθεση για τη Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα)

Ακολουθήστε το Sofokleousin.gr στο Google News
και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις