Οικονομία

Βασικός μισθός: Το ΔΝΤ θα ανοίξει νέο μέτωπο!


Μετά την ανοικτή αντιπαράθεση με την κυβέρνηση για τις συντάξεις, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ετοιμάζεται να ανοίξει μέτωπο και για την αύξηση του κατώτατου μισθού, ζητώντας να συνδεθεί αυστηρά η αναπροσαρμογή με την παραγωγικότητα, δηλαδή να είναι πολύ μικρή.
Στην έκθεση που θα δημοσιεύσει το Ταμείο, τον Νοέμβριο, πριν ληφθούν οι αποφάσεις για την αύξηση του κατώτατου μισθού, το ΔΝΤ αναμένεται ότι διατυπώσει πολύ «ζωηρές» παραινέσεις προς την κυβέρνηση να αποφύγει μια αύξηση μεγαλύτερη από την παραγωγικότητα για να μην τεθούν σε κίνδυνο η αύξηση της απασχόλησης και της ανταγωνιστικότητας.
H κυβέρνηση, που έχει τον τελευταίο λόγο για την αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού, η οποία επισπεύσθηκε δραστικά με νομοθετική πρωτοβουλία του υπ. Εργασίας και θα τεθεί σε ισχύ από τις αρχές του 2019, δεν σχεδιάζει απότομο… άλμα προς τα 751 ευρώ, αλλά έχει εξετάσει το σενάριο αύξησης του κατώτατου μισθού με το πορτογαλικό μοντέλο.
Στην Πορτογαλία, έγινε μια πρώτη αύξηση το 2017, κατά 5% και θα ακολουθήσουν άλλες δύο αυξήσεις, με τελικό αποτέλεσμα να έχει αυξηθεί ο βασικός μισθός το 2019 κατά 13% (από 530 σε 600 ευρώ).
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχει σοβαρές επιφυλάξεις για την επίσπευση της αύξησης του κατώτατου μισθού, καθώς θεωρεί ότι σε αυτή την περίπτωση ισχύει ο κανόνας «όσο αργότερα, τόσο το καλύτερο για την οικονομία», δεδομένου ότι πρέπει να δοθεί προτεραιότητα, όπως εκτιμά το Ταμείο, στη μείωση της ανεργίας και στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και όχι στην αύξηση των αμοιβών της εργασίας.
Στην τελευταία έκθεση του άρθρου IV, που δημοσιεύθηκε τον Ιούλιο, το Ταμείο:
1.    Σημειώνει, σε ένα… δηλητηριώδες γράφημα ότι η Ελλάδα έχει, μετά την Γαλλία, τον υψηλότερο βασικό μισθό στην ευρωζώνη! Το μέγεθος που παρακολουθεί το Ταμείο δεν είναι, βέβαια, το ύψος του βασικού μισθού σε απόλυτες τιμές, αλλά ο βασικός μισθός ως ποσοστό του κατά κεφαλήν εισοδήματος. Έτσι, φαίνεται ότι στην Ελλάδα υπήρξε, μεταξύ 2011 και 2016, μια σημαντική μείωση του κατώτατου μισθού ως ποσοστό του κατά κεφαλήν ΑΕΠ (μειώθηκε στο 51%, ως αποτέλεσμα του μεγάλου «ψαλιδίσματος» των αρχών του 2012, από τα 751 στα 586 ευρώ). Όμως, αυτό το ποσοστό είναι το δεύτερο υψηλότερο στην Ευρώπη, με μικρή διαφορά από την Γαλλία.
2.    Καλεί την κυβέρνηση να εφαρμόσει το νέο πλαίσιο για τη διαμόρφωση του κατώτατου μισθού (σ.σ.: από την κυβέρνηση, κατόπιν διαβούλευσης και όχι μέσα από διαπραγμάτευση των κοινωνικών εταίρων) με συνετό τρόπο. «Συνετά αποτελέσματα (δηλαδή η ισχυρή σύνδεση των μισθών με την παραγωγικότητα της εργασίας) είναι κλειδί για τη διατήρηση των κερδών ανταγωνιστικότητας», τονίζεται χαρακτηριστικά.
3.    Ζητεί από την κυβέρνηση, πέραν της «συνετής» αύξησης του κατώτατου μισθού, να απλοποιήσει περαιτέρω το θεσμικό πλαίσιο, καταργώντας τα επιδόματα τριετίας, τα οποία, όπως αναφέρεται στην έκθεση, «δημιουργούν πολλαπλούς βασικούς μισθούς». Σημειώνεται ότι από το 2012 τα επιδόματα τριετίας έχουν παραμείνει «παγωμένα» (και αυτό θα συνεχισθεί μέχρι να πέσει η ανεργία κάτω από το 10%) στα επίπεδα που είχαν κατοχυρώσει οι εργαζόμενοι ως και το 2011.
Με αυτά τα δεδομένα, το Ταμείο αναμένεται να προειδοποιήσει την κυβέρνηση να μην αποκλίνει από μια «συνετή» πολιτική για τον κατώτατο μισθό (δηλαδή να περιορισθεί η αύξηση όσο πιο κοντά στο… μηδέν), τονίζοντας ότι, σε διαφορετική περίπτωση, θα γίνει ορατός ο κίνδυνος να μειωθούν τα κέρδη ανταγωνιστικότητας που εξασφάλισε η οικονομία πρωτίστως χάρη στη μείωση των αμοιβών της εργασίας και να επιβραδυνθεί ο ρυθμός αύξησης των θέσεων εργασίας και μείωσης της ανεργίας.

Η «γραμμή» του ΣΕΒ

Οι θέσεις του ΔΝΤ συμπίπτουν απόλυτα με τη «γραμμή» του ΣΕΒ,  ο οποίος θεωρεί ότι είναι πρόωρη η αύξηση του βασικού μισθού, τονίζοντας ότι «όσο είμαστε ακόμη στα πρώτα δειλά σημάδια σταθεροποίησης του ΑΕΠ, πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας για την μείωση της εκτεταμένης ανεργίας, ενώ δεν αποτελεί προτεραιότητα και βιώσιμη επιλογή η επαναφορά του ονομαστικού κατώτατου μισθού στα επίπεδα 2010-2012, τα οποία ενδέχεται να επιβαρύνουν τον ρυθμό αύξησης της απασχόλησης (και να εντείνουν φαινόμενα αδήλωτης και υποδηλωμένης εργασίας)».
Ο ΣΕΒ έχει τονίσει, εξάλλου, σε ειδική μελέτη οικονομολόγων του για το θέμα του κατώτατου μισθού, ότι «πρέπει να αποφύγουμε το, θεωρητικό και φυσικά ανέφικτο, σενάριο ότι η χώρα θα κινηθεί όπως την περίοδο 2002 – 2010. Δηλαδή με σημαντικές αυξήσεις κατώτατων μισθών, απώλειες παραγωγικότητας, σημαντική μείωση των επιτοκίων, χαμηλές επενδύσεις και σχετικά υψηλό πληθωρισμό. Αυτό το σενάριο, το οποίο για πολλούς θεωρείται επιθυμητό και ως “επιστροφή στην κανονικότητα”, θα προξενούσε εκ νέου σημαντικές απώλειες στην ανταγωνιστικότητα της μεταποίησης, κατά 3,41 ποσοστιαίες μονάδες, και πρέπει να αποφευχθεί εάν θέλουμε να μην καταβαραθρωθεί η ελληνική παραγωγή, δεδομένου μάλιστα ότι δεν συντρέχουν πλέον ευνοϊκοί παράγοντες όπως π.χ. η σημαντική μείωση των επιτοκίων της περιόδου 2002-2010».