Παρήλθαν οι εποχές που οι τράπεζες αρνούνταν πεισματικά στους καταναλωτές κάθε πρόταση για «κούρεμα» δανείων, ώστε να καταστεί δυνατή η ρύθμισή τους. Πλέον, προσφέρουν αυτοβούλως «κουρέματα» σε ποσοστό ακόμη και 76%, όπως αναφέρει νομικός με μεγάλη εμπειρία σε θέματα μη εξυπηρετούμενων δανείων, καθώς πρυτανεύει η... απελπισία για τους βραδείς ρυθμούς αντιμετώπισης των «κόκκινων» ανοιγμάτων και οι εποπτικές αρχές ασκούν ασφυκτική πίεση για αποτελεσματικές ρυθμίσεις.
Σύμφωνα με την ίδια πηγή, όμως, ακόμη και τώρα οι τράπεζες, παρότι δείχνουν διατεθειμένες να διαγράψουν απαιτήσεις, κάνουν το ίδιο λάθος που είχε διαπιστώσει από πενταετίας η Blackrock, στην πρώτο σχετικό διαγνωστικό έλεγχο: δεν προσφέρουν ρυθμίσεις που οδηγούν με ασφάλεια σε βιώσιμη εξυπηρέτηση οφειλών.
Χαρακτηριστική είναι η ακόλουθη περίπτωση πρότασης για ρύθμιση, που έγινε από τράπεζα με μεγάλο και... «κατακόκκινο» χαρτοφυλάκιο καταναλωτικής πίστης:
Σε δανειολήπτη με οφειλή της τάξεως των 50.000 ευρώ από τρία προϊόντα καταναλωτικής πίστης προτάθηκε να διαγραφούν περίπου 17.000 ευρώ τόκων υπερημερίας και το υπόλοιπο ποσό να ρυθμισθεί ως εξής: να ρυθμισθούν τα 12.000 ευρώ σε ορίζοντα επταετίας, με μηνιαία δόση περίπου 180 ευρώ και, εφόσον αυτό το ποσό δανείου εξυπηρετηθεί κανονικά, στη λήξη του να διαγραφούν τα υπόλοιπα 21.000 ευρώ. Συνολικά, δηλαδή, ο δανειολήπτης, εφόσον αποδειχθεί συνεπής θα πληρώσει μόνο το 24% του δανείου και θα «κουρευτεί» το 76%!
Όμως, ακόμη και αυτή η πρόταση, που για την τράπεζα έχει το πλεονέκτημα ότι θα περάσει στο «υγιές» χαρτοφυλάκιο 12.000 ευρώ και θα αποφύγει το σχηματισμό πρόσθετων προβλέψεων, είναι «δίκοπο μαχαίρι» για το δανειολήπτη. Παρότι η τράπεζα ενημερώθηκε ότι το εισόδημα του δανειολήπτη είναι μόλις 1.200 ευρώ μηνιαίως, δηλαδή είναι χαμηλότερο από τις αποδεκτές δαπάνες διαβίωσης της τετραμελούς οικογένειάς του, προσδιόρισε την προτεινόμενη δόση σε ύψος που αντιστοιχεί στο 15% του εισοδήματος, ποσοστό πολύ υψηλό, όταν αυτό οριακά επαρκεί για τις ανάγκες της οικογένειας του δανειολήπτη. Επιπλέον, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο δανειολήπτης, μισθωτός του ιδιωτικού τομέα, καλείται να εξυπηρετήσει κανονικά το δάνειο για επτά χρόνια, κάτι που δεν αποτελεί εύκολη υπόθεση, σε περιόδους μεγάλης εργασιακής ανασφάλειας. Αν κάτι δεν πάει καλά, που είναι πολύ πιθανό, θα «αναβιώσει» το χρέος των 21.000 ευρώ και θα βρεθεί αντιμέτωπος με νέα σοβαρά προβλήματα.
Εν ολίγοις, όπως τονίζει ο έμπειρος νομικός, ακόμη και σήμερα οι τράπεζες εξακολουθούν να προσφέρουν στους δανειολήπτες ρυθμίσεις εξαιρετικά υψηλού κινδύνου αποτυχίας, με γνώμονα αποκλειστικά το φαινομενικό και μάλλον προσωρινό κλείσιμο «πληγών» του ισολογισμού τους.
«Στην περίπτωση του παραδείγματος, συνέστησα στο δανειολήπτη να μην δεχθεί τη ρύθμιση, παρότι φαίνεται γενναιόδωρη, για να μην μπει αργότερα σε νέες περιπέτειες. Προτιμότερο γι’ αυτόν είναι να αφήσει την τράπεζα να προχωρήσει σε έκδοση διαταγής πληρωμής και να ασκήσει ανακοπή με βέβαιη επιτυχία, αφού τα επιτόκια της καταναλωτικής πίστης παγίως κρίνονται από τα δικαστήρια ως παράνομα, παρά να παραιτηθεί από αυτό το δικαίωμα και να αποδειχθεί αργότερα ότι δεν μπορεί να εξυπηρετήσει τη ρύθμιση του δανείου», δηλώνει ο έμπειρος νομικός.
Νώντας Χαλδούπης