Οικονομία

Ταφόπλακα βάζει το Βερολίνο σε νέο Ταμείο Ανάκαμψης - Ανησυχεί η Αθήνα


Να δώσει τέλος στη συζήτηση για Ταμείο Ανάκαμψης ΙΙ, αλλά και για κάθε άλλη πρωτοβουλία που θα περιλαμβάνει κοινό δανεισμό των κρατών της Ευρώπης, όπως τα ομόλογα για την άμυνα, θέλει το Βερολίνο, προκαλώντας έντονη νευρικότητα και στην Αθήνα που υποστηρίζει την επέκταση του προγράμματος όχι μόνο για να εισρεύσουν νέα κεφάλαια στις ασθενέστερες οικονομίες, αλλά και για να βρεθούν τρόποι ώστε να μην χαθούν κονδύλια του πρώτου Ταμείου Ανάκαμψης λόγω πιεστικών προθεσμιών.

Για πρώτη φορά με τόσο κατηγορηματικό τρόπο σε δημόσια τοποθέτησή του, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ ξεκαθάρισε από την Ουάσιγκτον, όπου βρίσκεται σε εξέλιξη η ετήσια σύνοδος του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, ότι για τη Γερμανία δεν υπάρχουν μόνο νομικοί λόγοι που απαγορεύουν την επέκταση του Ταμείου Ανάκαμψης, αλλά και σοβαροί πολιτικοί λόγοι, καθώς το Βερολίνο θέλει τα κράτη μέλη να αναλάβουν την ευθύνη για τα οικονομικά τους θέματα, χωρίς να βασίζονται σε κοινό δανεισμό.

Όπως σημειώνει το Bloomberg, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών μίλησε στο περιθώριο των συναντήσεων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας στην Ουάσινγκτον, όπου ορισμένοι από τους ομολόγους του προωθούσαν την ιδέα της κοινής έκδοσης χρέους ως τον καλύτερο τρόπο για να συγκεντρωθούν τα δισεκατομμύρια ευρώ που απαιτούνται για την ψηφιακή και ενεργειακή μετάβαση, αλλά και για τη χρηματοδότηση της αμυντικής θωράκισης της Ευρώπης.

Ο Ισπανός υπουργός Οικονομίας, Κάρλος Κουέρπο δήλωσε ότι μια τέτοια κίνηση είναι «αυτονόητη», ενώ ο Πολωνός υπουργός Οικονομικών Αντρέι Ντομάνσκι δήλωσε ότι η χώρα του θα πιέσει για νέα και πιο δίκαιη χρηματοδότηση για την άμυνα όταν αναλάβει την εκ περιτροπής προεδρία της ΕΕ το επόμενο έτος.

Όμως,ο Λίντνερ επανέλαβε ότι η Γερμανία δεν θα δεχθεί περισσότερο κοινό δανεισμό. «Δεν είμαστε εναντίον της ένωσης χρέους μόνο για νομικούς λόγους», υπογράμμισε ο Λίντνερ, τονίζοντας ότι υπάρχουν και οικονομικοί λόγοι: «Η ευθύνη για τα δικά μας εθνικά οικονομικά δεν πρέπει να θολώνει», είπε χαρακτηριστικά, μιλώντας στο Bloomberg.

Υπενθυμίζεται ότι η Γερμανία υποστηρίζει ότι θα ήταν παράνομη με βάση την εθνική της νομοθεσία και τις αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου μια νέα κοινή πρωτοβουλία έκδοσης χρέους στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το Δικαστήριο έχει εγκρίνει το Ταμείο Ανάκαμψης με πολύ αυστηρούς όρους (μόνο για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας και με αυστηρό χρονοδιάγραμμα), ενώ με άλλη απόφαση απαγόρευσε στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση να διαχειρίζεται πόρους εκτός προϋπολογισμού για να παρακάμπτει τους εθνικούς δημοσιονομικούς περιορισμούς.

Ο Λίντνερ αμφισβήτησε, επίσης, την αποτελεσματικότητα του Ταμείου Ανάκαμψης. Υποστήριξε ότι τα αποτελέσματα του Ταμείου, που περιλαμβάνει κονδύλια ύψους 800 δισ. είναι ανάμεικτα και επομένως δεν είναι μια προσέγγιση που πρέπει να επαναληφθεί. «Το αποτέλεσμα του ταμείου Next Generation EU είναι τόσο αμφίσημο που μια επανάληψη δεν φαίνεται σκόπιμη», είπε χαρακτηριστικά.

Τι ανησυχεί την Αθήνα

Αν και ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κωστής Χατζηδάκης, δεν αναφέρθηκε στο Ταμείο Ανάκαμψης κατά τη δική του παρουσία στην Ουάσιγκτον, για την ελληνική κυβέρνηση είναι εξαιρετικά κρίσιμο να υπάρξει μια δεύτερη προγραμματική περίοδος, όχι μόνο για να εισρεύσουν νέα κονδύλια στην Ελλάδα, αλλά και για να δοθεί η ευκαιρία να υλοποιηθούν αργότερα τα έργα του πρώτου Ταμείου Ανάκαμψης, δεδομένου ότι η προθεσμία του Αυγούστου 2026 είναι πολύ πιεστική και υπάρχει κίνδυνος οι καθυστερήσεις υλοποίησης να οδηγήσουν σε απώλειες κεφαλαίων.

«Η Ελλάδα», όπως τόνισε πρόσφατα ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, «συγκαταλέγεται στους πρωτοπόρους της ΕΕ ως προς την απορρόφηση των πόρων του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, που παρέχουν σημαντική δημοσιονομική ώθηση στην οικονομία. Συνολικά, η Ελλάδα έχει λάβει 41% των διαθέσιμων πόρων (€15 δισεκ., εκ των οποίων €7,7 δισεκ. σε επιχορηγήσεις και €7,3 δισεκ. σε δάνεια) και είναι από τις λίγες χώρες που έχουν εισπράξει τρεις δόσεις επιχορηγήσεων και δανείων, μετά την ολοκλήρωση του 26% των συμφωνημένων στόχων του προγράμματός της. Ωστόσο, οι εκταμιεύσεις των επιχορηγήσεων προς τις επιχειρήσεις παρουσιάζουν καθυστερήσεις, αντανακλώντας διοικητικές δυσχέρειες. Σχετικά χαμηλές παραμένουν και οι εκταμιεύσεις δανείων, παρότι το ύψος των υπογεγραμμένων συμβάσεων αυξήθηκε σημαντικά. Έτσι, μετριάζεται το αναπτυξιακό όφελος που αναμένεται να έχει η αξιοποίηση των σχετικών κονδυλίων».

Ο κ. Χατζηδάκης έχει αναγνωρίσει ότι υπάρχουν δυσκολίες, λέγοντας ότι «η εφαρμογή του ΤΑΑ είναι μια πρωτόγνωρη διαδικασία για όλα τα κράτη μέλη, καθώς πρέπει να απορροφήσουν σε λίγα χρόνια πολλούς ευρωπαϊκούς χρηματοδοτικούς πόρους, σε συνδυασμό μάλιστα με το ΕΣΠΑ. Οι δυσκολίες που εντοπίζονται στην έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και αφορούν όλα τα κράτη μέλη, όπως η έλλειψη ευελιξίας και η περισσότερη από όση αναμενόταν στην αρχή διοικητική δουλειά, πρέπει να αντιμετωπιστούν οριζόντια. Και αυτό πρέπει να συνδυαστεί με τους αναγκαίους ελέγχους τόσο σε εθνικό όσο και στο ευρωπαϊκό επίπεδο».

Απαντώντας στις αιτιάσεις της Γερμανίας, ο κ. Χατζηδάκης έχει τονίσει ότι «οι επιφυλάξεις κάποιων κρατών μελών στην επέκταση του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας παραγνωρίζουν το γεγονός ότι αυτές οι πολιτικές δεν ενισχύουν μόνο τους άμεσα ωφελούμενους, αλλά την Ευρώπη συνολικά. Δεν πρέπει να παραβλέπουν τα κράτη- μέλη που αντιδρούν, με το φόβο μήπως συνεισφέρουν περισσότερο στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό ότι πρακτικά μέρος αυτών των κονδυλίων επιστρέφει στα κράτη μέλη που σηκώνουν το μεγαλύτερο βάρος για την χρηματοδότηση αυτών των πολιτικών. Η ουσία όμως είναι ότι η Πολιτική Συνοχής σε συνδυασμό με το Ταμείο Ανάκαμψης αποτελούν ένα ισχυρό εργαλείο για την ΕΕ. Αποτελούν ένα Ευρωπαϊκό Σχέδιο Μάρσαλ. Είναι κρίσιμο να διασφαλίσουμε ότι αυτό το εργαλείο θα συνεχίσει να υπάρχει και στο μέλλον και για αυτό θα πρέπει να διατεθούν τα αναγκαία χρηματοδοτικά κονδύλια. Δεν θέλουμε λιγότερη Ευρώπη. Θέλουμε μια πιο αποτελεσματική και δυναμική Ευρώπη. Χρειάζεται όραμα και πίστη και θα πρέπει να επιμείνουμε σε αυτό».