Με Άποψη

Τα Greek Statistics βλάπτουν σοβαρά το ΧΑ


Τα ελληνικά ομόλογα «τιμωρήθηκαν» σκληρά για το σκάνδαλο των Greek Statistics. Σκληρή είναι ήδη η τιμωρία για την υποψία σκανδάλου (ακόμη δεν έχει τυπικά επιβεβαιωθεί) με τα εταιρικά Greek Statistics: το κόστος δεν πληρώνεται μόνο από την Folli Follie, αλλά συνολικότερα από το ελληνικό Χρηματιστήριο.

Υπάρχουν ήδη αρκετά ρίσκα που συνεκτιμούν οι επενδυτές, πριν διαμορφώσουν τις δικές τους αντιλήψεις για την τιμολόγηση των ελληνικών μετοχών. Τα κυριότερα, βέβαια, ήταν ως τώρα μακροοικονομικά και σχετίζονταν με την εφαρμογή του ελληνικού προγράμματος, τον τρόπο εξόδου από το πρόγραμμα, την ελάφρυνση του χρέους και τη χρηματοδότηση της χώρας από την αγορά ομολόγων. Νωρίτερα, είχαμε και το ρίσκο εξόδου από την ευρωζώνη, που συμπίεζε δραστικά τις αποτιμήσεις, αλλά αυτό πλέον έχει υποχωρήσει.

Τώρα, με την υπόθεση της Folli Follie προστίθενται ρίσκα μικροοικονομικού χαρακτήρα, που αφορούν την εταιρική διακυβέρνηση των εισηγμένων, την ποιότητα της πληροφόρησης που παρέχουν στην αγορά, την ακριβή αποτύπωση βασικών εταιρικών οικονομικών μεγεθών και στοιχείων.

Για πρώτη φορά, με την περίπτωση της FF Group, αμφισβητούνται τα οικονομικά στοιχεία μιας εταιρείας υψηλής κεφαλαιοποίησης, που συμμετείχε ως πρόσφατα στη μικρή ομάδα μετοχών του δείκτη Morgan Stanley Capital International. «Αν αυτό έχει συμβεί με την FF Group, γιατί όχι και με κάποια άλλη μεγάλη εισηγμένη εταιρεία», διερωτώνται οι επενδυτές και αυτομάτως εγκαθίσταται στην αγορά ένα νέο ρίσκο, το ρίσκο αξιοπιστίας (credibility risk).

Ο κίνδυνος δεν είναι θεωρητικός: ανάλογα με το ποσό πιθανό θεωρεί ένας επενδυτής ότι είναι να μην είναι ακριβή τα στοιχεία μιας εταιρείας, αφαιρεί ένα ποσοστό από την τιμή που θεωρεί ότι είναι δίκαιο να πληρώσει για τη μετοχή της. Αν οι βαριές κατηγορίες του fund QCM κατά της Folli Follie διαψευσθούν, το ποσοστό αυτό θα τείνει προς το μηδέν, αν επιβεβαιωθούν θα «κουρέψει» αρκετά τις αξίες των ελληνικών μετοχών.

Το πρόβλημα με την υπόθεση της FF Group δεν είναι μόνο ότι δεν λειτούργησαν οι ασφαλιστικές δικλίδες (κυρίως τα «φίλτρα» από τους ορκωτούς ελεγκτές), ώστε να μην φθάσουμε σε αυτή τη δηλητηριώδη αμφισβήτηση. Αλλά ότι, ακόμη και τώρα, δεκατρείς ημέρες μετά τη δημοσίευση της πρώτης έκθεσης της QCM, η διοίκηση της εισηγμένης δεν έχει δώσει πειστικές απαντήσεις, ακόμη και για θέματα που θα μπορούσαν να διευκρινισθούν πριν ολοκληρωθεί ο επανέλεγχος οικονομικών καταστάσεων από την Ernst Young.

Για παράδειγμα, έχει τεθεί ένα πολύ σοβαρό θέμα για τα ταμειακά διαθέσιμα του ομίλου, που ξεπερνούσαν τα 400 εκατ. ευρώ στις 31 Δεκεμβρίου 2017, αλλά απέδωσαν, σύμφωνα με όσα καταγράφονται στις οικονομικές καταστάσεις, τόκους μόλις 4 εκατ. ευρώ. Η QCM έχει αναφέρει ότι κάτι δεν πάει καλά με αυτά τα στοιχεία, καθώς η απόδοση των διαθεσίμων είναι πολύ χαμηλή και ουσιαστικά αμφισβητεί ότι η εταιρεία έχει πράγματι τόσο υψηλά ταμειακά διαθέσιμα.

Η διοίκηση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ζήτησε από την εταιρεία όλα τα στοιχεία που να επιβεβαιώνουν ότι είχε το 2017 τα διαθέσιμα που δήλωσε, αλλά ως τώρα τα στοιχεία δεν έχουν σταλεί, ούτε έχουν δημοσιευθεί. Έτσι, η αγορά μένει με την εντύπωση ότι πράγματι κάτι δεν πάει καλά: πώς είναι δυνατόν μια εταιρεία να μην μπορεί να συγκεντρώσει γρήγορα από τις τράπεζες τα στοιχεία για τα ταμειακά της διαθέσιμα, να τα δώσει στη δημοσιότητα και να κλείσει αυτό τον κύκλο αμφιβολιών.

Φαίνεται, δυστυχώς, ότι όσοι αμφιβάλλουν για την ακρίβεια των στοιχείων της FF Group και αμφισβητούν, ευρύτερα, την ποιότητα των στοιχείων των εισηγμένων εταιρειών του ΧΑ εξακολουθούν να έχουν σοβαρούς λόγους να διατηρούν τις αμφιβολίες τους. Όσο τις διατηρούν, το credibility risk θα «πριονίζει» τις αποτιμήσεις των ελληνικών εισηγμένων εταιρειών…