Επικαιρότητα

Τα γερμανικά ΜΜΕ έχουν πρόβλημα αξιοπιστίας


Νέα ευρωπαϊκή έρευνα καταδεικνύει ότι υπάρχει σοβαρό πρόβλημα αξιοπιστίας απέναντι στα ΜΜΕ ειδικά σε υποστηρικτές λαϊκιστικών κομμάτων όπως το AfD. Πώς εξηγείται αυτό το φαινόμενο;

Το συμπέρασμα της έρευνας του Pew Research Center, όπως μεταδίδει η DW,  είναι σαφές: Τα γερμανικά μέσα ενημέρωσης έχουν πρόβλημα αξιοπιστίας. Η αμερικανική εταιρεία δημοσκοπήσεων ρώτησε μεταξύ Οκτωβρίου και Δεκεμβρίου 2017, 16.000 πολίτες σε οκτώ ευρωπαϊκά κράτη σε σχέση με τη στάση τους απέναντι στα ΜΜΕ. Στα αποτελέσματα ξεχώρισαν δύο βασικές κατηγορίες: άτομα με λαϊκιστικές αντιλήψεις και άτομα που δεν υιοθετούν τέτοιες. Από την πρώτη κατηγορία μόλις 47% εμπιστεύονται τα ΜΜΕ. Σοβαρή έλλειψη εμπιστοσύνης καταγράφεται κυρίως σε θέματα που αφορούν την εγκληματικότητα και τη μετανάστευση. Στα άτομα που δεν τείνουν προς λαϊκιστικές αντιλήψεις το ποσοστό εμπιστοσύνης ανέρχεται σε 78%.

Η έρευνα δεν απαντά στο γιατί συμβαίνει αυτό, ωστόσο ενδεικτικό είναι το παράδειγμα του ακροδεξιού λαϊκιστικού κόμματος AfD και της μιντιακής στρατηγικής του, στο στόχαστρο της οποίας βρέθηκαν από νωρίς τα ΜΜΕ της χώρας που κατηγορήθηκαν συστηματικά για ψευδολογία. Οι πρώτες επιθέσεις ξεκίνησαν στις διαδηλώσεις του ξενοφοβικού κινήματος Pegida το φθινόπωρο του 2014, που έλαβε διαστάσεις κυρίως στην ανατολική Γερμανία. Πολλοί κάτοικοι της ανατολικής Γερμανίας ένιωθαν ότι τα κυριαρχούμενα από τις δυτικογερμανικές ελίτ μίντια τούς λάμβαναν ελάχιστα υπόψη. Αργότερα, όταν οι διαδηλωτές, που εν μέρει διαμαρτύρονταν ανοιχτά στο πλευρό ακροδεξιών, δέχθηκαν επιθέσεις από τα ΜΜΕ και έγιναν θέμα πολιτικών συζητήσεων, το AfD έσπευσε να αξιοποιήσει προς όφελός του την όλη κατάσταση.

Το AfD και οι εναλλακτικές πηγές ενημέρωσης

Το γεγονός ότι κυρίως δημοσιογράφοι των δημόσιων ΜΜΕ της χώρας δεν τήρησαν επαρκώς αντικειμενική στάση κατά τη διάρκεια της προσφυγικής κρίσης στο διάστημα 2015/16, παίρνοντας σε πολλές περιπτώσεις το μέρος των προσφύγων, το επιβεβαίωσαν στο μεταξύ και ορισμένοι επιστήμονες στον χώρο των μίντια.

Ο πολιτικός επιστήμονας Βέρνερ Πάτσελτ, που ερευνά στο Πανεπιστήμιο της Δρέσδης, κάνει λόγο για «κατεστραμμένο θεμέλιο εμπιστοσύνης» ανάμεσα στα παραδοσιακά, main stream μίντια και πολλούς ανατολικογερμανούς. Οι υποστηρικτές του AfD στράφηκαν για την ενημέρωσή τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Στο Facebook το ακροδεξιό κόμμα έχει πολύ μεγαλύτερη απήχηση συγκριτικά με τους πολιτικούς ανταγωνιστές του. «Το AfD ήταν το πρώτο κόμμα που επικεντρώθηκε εξαιρετικά στον ψηφιακό χώρο», επισημαίνει ο Β. Πάτσελτ. Αυτό ήταν κατά τον γερμανό επιστήμονα και αποτέλεσμα του αποκλεισμού του κόμματος από τα παραδοσιακά ΜΜΕ.

Η έρευνα του Pew εστίασε και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Σύμφωνα με τα ευρήματα, το Facebook έχει εξελιχθεί στη σημαντικότερη πηγή ειδήσεων ανάμεσα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ειδικά στη Γερμανία παρατηρήθηκε ισχυρή τάση των «λαϊκιστών» να ενημερώνονται διά του συγκεκριμένου μέσου.

Το AfD εξακολουθεί να ποντάρει στο διαδίκτυο

Η κοινοβουλευτική ομάδα του AfD εμφανίζεται διατεθειμένη να συνεχίσει την ίδια στρατηγική ακόμη και μετά την είσοδο στη γερμανική βουλή ως τρίτη δύναμη. Ο ελεγκτικός ρόλος που παίζουν στη δημοκρατία τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης κινδυνεύει να φθαρεί. Η πρώην επικεφαλής του AfD Φράουκε Πέτρι, που αποχώρησε από το κόμμα μετά τις ομοσπονδιακές εκλογές του 2017 εξαιτίας της μετατόπισης προς τον ακροδεξιό χώρο, προειδοποιεί ότι «οι φωνές που θα ζητούν έναν ισχυρό άνδρα δεν απέχουν πολύ πλέον». Η Φρ. Πέτρι κάνει ιστορικούς παραλληλισμούς με την άνοδο των ναζί στην εξουσία το 1933 και επισημαίνει ότι όπως και στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, έτσι και σήμερα «τα κυβερνητικά κόμματα αποτυγχάνουν να αντιμετωπίσουν τα πιο επείγοντα προβλήματα». Η ίδια υπογραμμίζει ότι κυρίως στην ανατολική Γερμανία, στα προπύργια του AfD, οι πολίτες «δεν πιστεύουν πια σχεδόν καθόλου τα ΜΜΕ» όταν κάνουν επικριτικές αναφορές για το AfD.

Παρά την εμφανή ριζοσπαστικοποίηση του AfD και την απορριπτική στάση πολλών πολιτών απέναντι στα μέσα ενημέρωσης, ο πολιτικός επιστήμονας Βέρνερ Πάτσελτ δεν πιστεύει ότι θα μπορούσε να επαναληφθεί μια καταστροφή παρόμοια με αυτήν του 1933. Ταυτόχρονα όμως προειδοποιεί: «Δεν πρέπει να πολεμούμε τις σκιές του παρελθόντος, αλλά να λύνουμε τα προβλήματα του παρόντος».