Η έννοια «ιατρικός τουρισμός» ακούστηκε πριν από μερικές βδομάδες από τα πιο επίσημα χείλη: της επικεφαλής του υπουργείου τουρισμού. Αν και η έμπνευση αυτή πέρασε –όπως συμβαίνει με όλα τα σοβαρά θέματα αυτού του τόπου- ασχολίαστη, εντούτοις για κάποιους ήταν «καμπανάκι». Πως είναι δυνατόν να αναπτυχθεί ο ιατρικός τουρισμός σε μία χώρα, στην οποία οι δαπάνες για την υγεία συρρικνώνονται, τα δημόσια νοσοκομεία απαξιώνονται και το ιατρικό προσωπικό αντιμετωπίζεται περίπου ως παρίας; Οι αμφισβητίες εικάζουν ότι πιθανώς αυτή η «αθώα» δήλωση της υπουργού να κρύβει τις πραγματικές προθέσεις, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η «ινδοποίηση» του ελληνικού συστήματος υγείας με την ενίσχυση της ιδιωτικής «βιομηχανίας της υγείας».
Το σίγουρο είναι ότι η βιομηχανία του ιατρικού τουρισμού ευημερεί: ο παγκόσμιος κύκλος εργασιών της έχει υπολογιστεί στα 45 δισ. ευρώ με κύριους μοχλούς ανάπτυξης χώρες όπως η Ινδία.
Στην πραγματικότητα, σιγά αλλά σταθερά ανατρέπεται μία τάση η οποία είχε διαμορφωθεί δεκαετίες πριν. Κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, οι ασθενείς που προέρχονταν από αναπτυσσόμενες χώρες, διάβαιναν τις πύλες των δυτικών νοσοκομείων για να τύχουν υψηλού επιπέδου περίθαλψης, που δεν υπήρχε στις χώρες τους.
Πλέον, παρατηρείται μια αναστροφή της τάσης. Το κόστος της υγείας απογειώνεται στις ΗΠΑ, οι λίστες αναμονής μεγαλώνουν σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες.
Έτσι, για τους Αμερικάνους, αλλά και για τους Ευρωπαίους, η ανάγκη για γρήγορη και φθηνή ιατροφαρμακευτική περίθαλψη έγινε επιτακτική.
Η λύση βρέθηκε στις αναδυόμενες αγορές, όπως για παράδειγμα η Ινδία. Σύμφωνα με το Deloitte Center for Health Solutions, το 2012 περισσότεροι από 1.600.000 Αμερικανοί επιχείρησαν ένα «νυστεροσαφάρι», συνδυάζοντας τουρισμό και εγχείριση.
Ο κλάδος γνωρίζει μια ξέφρενη ανάπτυξη, της τάξης του 35%.