Τράπεζες

Στουρνάρας: Γιατί οι τράπεζες δεν δανείζουν


Ο διοικητής της ΤτΕ τονίζει ότι ο κίνδυνος για νέα κόκκινα δάνεια είναι σοβαρός, ιδιαίτερα όταν θα λήξουν τα μέτρα στήριξης

Ο κίνδυνος για μια νέα γενιά κόκκινων δανείων από την πανδημία είναι σοβαρός και δεν προέρχεται μόνο από τα δάνεια που πέρασαν σε αναστολή και επανέρχονται τώρα σε κανονική εξυπηρέτηση, αλλά και από τη σταδιακή απόσυρση των κρατικών μέτρων στήριξης των επιχειρήσεων, που θα φέρει σε δυσχερή θέση πολλές επιχειρήσεις. Αυτό προκύπτει από δηλώσεις του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Γ. Στουρνάρα, ο οποίος απέδωσε στον φόβο για τα νέα μη εξυπηρετούμενα δάνεια την απροθυμία των τραπεζών να χορηγήσουν νέα δάνεια.

Ο κ. Στουρνάρας, που έχει βρεθεί το τελευταίο διάστημα σε μια αντιπαράθεση με τις διοικήσεις των τραπεζών, αλλά και με τον υφυπουργό Οικονομικών, Γ. Ζαββό, καθώς η ΤτΕ προβλέπει νέα κόκκινα δάνεια έως 10 δισ., ενώ οι τράπεζες και το υπ. Οικονομικών κάνουν λόγο για λιγότερα από 5 δισ., επιμένει στις απαισιόδοξες εκτιμήσεις του, όπως φάνηκε από την τοποθέτησή του, πριν από λίγες ημέρες, σε συζήτηση του Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων με θέμα «Ελληνική Υψηλή Στρατηγική: Η Οικονομική Διάσταση».

Κληθείς να εξηγήσει γιατί οι τράπεζες, ενώ έχουν λάβει ρευστότητα πάνω από 40 δισ. ευρώ το 2020 από την ΕΚΤ με αρνητικό επιτόκιο, δεν αυξάνουν σημαντικά τις χορηγήσεις δανείων, ο διοικητής της ΤτΕ αναγνώρισε ότι φθάνει μεν χρηματοδότηση στην οικονομία, «αλλά όχι στον επιθυμητό βαθμό».

Όπως είπε, προς τις επιχειρήσεις η πιστωτική επέκταση είναι θετική, ενώ προς τα νοικοκυριά παραμένει αρνητική. Συνολικά, υπάρχει θετικό πρόσημο, με μια αύξηση των ροών δανείων περίπου κατά 5%, ποσοστό χαμηλότερο από την ευρωζώνη, παρά το γεγονός ότι υπάρχουν και κρατικές εγγυήσεις, κυρίως για τα δάνεια προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, όπως είπε ο κ. Στουρνάρας. Τόνισε ότι η πιστωτική επέκταση είναι σχετικά μικρή, αν λάβει κανείς υπόψη την τεράστια ένεση ρευστότητας με αρνητικά επιτόκια από το Ευρωσύστημα (στην Ελλάδα παρέχεται από την ΤτΕ, δεδομένου ότι κάθε κεντρική τράπεζα χρηματοδοτεί τις δικές της τράπεζες).

Εξηγώντας το φαινόμενο αυτό, ο κ. Στουρνάρας υπογράμμισε ότι είναι πανευρωπαϊκό, καθώς «οι τράπεζες φοβούνται την επόμενη ημέρα, που μπορεί να έχει σημαντικά νέα κόκκινα δάνεια». Όπως τόνισε, το πρόβλημα δεν εντοπίζεται μόνο στα μορατόρια που λήγουν. Ζητούμενο είναι τι θα γίνει όταν θα σταματήσει το Δημόσιο να πληρώνει τοκοχρεολύσια των επιχειρήσεων. Το πόσα κόκκινα δάνεια θα υπάρξουν θα κριθεί όταν σταματήσει η βοήθεια, όπως υπογράμμισε ο κ. Στουρνάρας, αναφερόμενος στα προγράμματα όπως το «Γέφυρα», που επιδοτούν τις δόσεις δανείων.

Οι ελληνικές τράπεζες, όπως σημείωσε ο κ. Στουρνάρας, έχουν πολύ μεγάλο ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων, το οποίο, παρότι τα κόκκινα δάνεια έχουν μειωθεί από 116 δισ. τον Μάρτιο του 2016 σε 47 δισ. ευρώ, παραμένει στο επίπεδο του 30%. Επιπλέον, οι ελληνικές τράπεζες, ακόμη και αν μειώσουν τα κόκκινα δάνεια με το πρόγραμμα «Ηρακλής» μέσω παροχής κρατικών εγγυήσεων σε τιτλοποιήσεις, θα έχουν στα κεφάλαιά τους υπερβολικά υψηλό ποσοστό αναβαλλόμενων φόρων, που σήμερα ξεπερνά το 60%, ενώ στην Ευρώπη είναι περίπου 10 - 15%.

Οι τράπεζες πρέπει να επιστρέψουν στην κανονικότητα, τόνισε ο κ. Στουρνάρας, υπογραμμίζοντας ότι, εάν η κυβέρνηση δεν κάνει δεκτή την πρόταση για bad bank, ώστε να μειωθεί ο αναβαλλόμενος φόρος, θα πρέπει να βρει μια εναλλακτική λύση για να λυθεί αυτό το πρόβλημα.

Όσον αφορά τη διάρθρωση του τραπεζικού συστήματος, με τη μεγάλη συγκέντρωση (μερίδιο 95% σε τέσσερις τράπεζες) και τα προβλήματα υποβάθμισης της εξυπηρέτησης και υπερβολικών προμηθειών, για τα οποία διαμαρτύρονται οι πελάτες των τραπεζών, ο κ. Στουρνάρας υπογράμμισε ότι ήταν αναγκαία η εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος με συγχωνεύσεις και ανακεφαλαιοποίηση, αλλά απέκλεισε οποιοδήποτε ενδεχόμενο συγχωνεύσεων μεταξύ μεγάλων τραπεζών. «Τα τέσσερα πόδια του τραπεζιού δεν θα γίνουν τρία», είπε χαρακτηριστικά. Ταυτόχρονα, όμως, υπογράμμισε ότι δεν θα απέκλειε συγχωνεύσεις μεταξύ των μικρότερων συνεταιριστικών τραπεζών.

Οι εκτιμήσεις για τα νέα κόκκινα δάνεια

Υπενθυμίζεται ότι στην τελευταία έκθεση του Διοικητή για την οικονομία, ο κ. Στουρνάρας τόνισε ότι «οι συνέπειες της πανδημίας στον τραπεζικό τομέα αναμένεται να ενταθούν το 2021. Η επίπτωση αφορά κυρίως τη δημιουργία νέων Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων (...). Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει προβλέψει ότι το 2021 θα δημιουργηθούν νέα ΜΕΔ ύψους 8-10 δισεκ. ευρώ. Οι τράπεζες επομένως θα πρέπει να επανεξετάσουν την επάρκεια των προβλέψεών τους έναντι του πιστωτικού κινδύνου. Αν και το ποσοστό κάλυψης από προβλέψεις βρίσκεται στα ίδια επίπεδα με το μέσο όρο της ΕΕ, είναι χαμηλότερο από το αντίστοιχο κρατών-μελών με υψηλό λόγο ΜΕΔ». Υπογράμμισε επίσης ότι περίπου το 1/3 των δανείων που τελούν σε αναστολή πληρωμών κατατάσσεται στην κατηγορία δανείων που εμφανίζουν σημαντική αύξηση κινδύνου (στάδιο 2 βάσει του ΔΠΧΑ 9). Δηλαδή, πρόκειται για δάνεια που βρίσκονται σε καθυστέρηση άνω των 30 ημερών.

Η κύρια πηγή κινδύνου για τις τράπεζες είναι τα δάνεια που τέθηκαν σε αναστολή το 2020 λόγω της πανδημίας. Όπως σημειώνεται στην έκθεση της ΤτΕ, «αξιόλογη συμβολή στην ενίσχυση της ρευστότητας των εγχώριων επιχειρήσεων είχε το πρόγραμμα προσωρινής αναστολής πληρωμής δανειακών υποχρεώσεων. Πρόκειται για καθεστώς αναβολής πληρωμής τόκων ή και χρεολυσίων τραπεζικών δανείων με δικαιούχους φυσικά ή νομικά πρόσωπα που επλήγησαν από την πανδημία.

Σύμφωνα με τα στοιχεία των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, το μέγιστο ποσό των δανείων που βρέθηκαν σε καθεστώς αναστολής πληρωμών από την έναρξη της πανδημίας μέχρι το τέλος του 2020 ανήλθε σε 27,6 δισεκ. ευρώ σε ενοποιημένη βάση. Τον Δεκέμβριο του 2020, το υπόλοιπο των δανείων αυτών ήταν περίπου 4 δισεκ. ευρώ, καθώς η περίοδος αναστολής είχε λήξει για τα περισσότερα δάνεια πριν το τέλος του έτους.Οι αναστολές πληρωμών, οι οποίες αποτελούσαν περίπου το 1/5 των συνολικών ενήμερων δανείων, αφορούσαν στην πλειονότητά τους (άνω του 50%) δάνεια προς επιχειρήσεις κυρίως πολύ μικρού, μικρού και μεσαίου μεγέθους. Οι κλάδοι τους οποίους αφορούσαν τα δάνεια σε αναστολή πληρωμών ήταν κυρίως αυτοί της εστίασης και παροχής καταλυμάτων, του εμπορίου, της μεταποίησης, των κατασκευών και υπηρεσιών ακίνητης περιουσίας και των μεταφορών».

Ο διοικητής της ΤτΕ, όμως, υπενθυμίζει ότι τα δάνεια που βρίσκονται σε κάποιου είδους ρύθμιση είναι πολλά και έχουν υψηλό κίνδυνο να γίνουν κόκκινα, όχι μόνο λόγω των επιδράσεων της πανδημίας, αλλά και επειδή κατά παράδοση οι τράπεζες δείχνουν πολύ χαμηλή αποτελεσματικότητα στη ρύθμιση δανείων. Όπως σημειώνει ο κ. Στουρνάρας, «επί του συνόλου των δανείων, εξυπηρετούμενων και μη, σε καθεστώς ρύθμισης υπάγεται περίπου το 1/5. Επισημαίνεται ότι υψηλό ποσοστό των δανείων που είχαν τεθεί σε καθεστώς ρύθμισης εμφάνισε και πάλι καθυστέρηση, και μάλιστα σε αρκετές περιπτώσεις η εξέλιξη αυτή παρατηρήθηκε σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα μετά την εφαρμογή της ρύθμισης».

Όσον αφορά το σχηματισμό νέων προβλέψεων, οι οποίες επιβαρύνουν την κερδοφορία των τραπεζών, ο κ. Στουρνάρας προτρέπει τις διοικήσεις να επανεξετάσουν την επάρκειά τους, δεδομένου ότι ήδη μέσα στο 2020 οι τράπεζες «μάτωσαν» αρκετά για να σχηματίσουν νέες προβλέψεις, λόγω της πανδημίας. Τα στοιχεία της ΤτΕ δείχνουν ότι στο 9μηνο του 2020 οι προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο ξεπέρασαν τα 4 δισ. ευρώ, έναντι περίπου 2 δισ. ευρώ το 2019, σημειώνοντας αύξηση κατά 98,4%. Και ήταν ο κύριος παράγοντας που οδήγησε τις τράπεζες σε ζημιές μετά από φόρους 688 εκατ. ευρώ, έναντι κερδών 649 εκατ. ευρώ το 2019.

Ακολουθήστε το Sofokleousin.gr στο Google News
και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις