Πολιτική

Στη… διάθεση του «κόφτη» συντάξεις, μισθοί του Δημοσίου και φόροι


 Οι περικοπές στις συντάξεις, οι μειώσεις στους μισθούς του Δημοσίου, καθώς και η αύξηση των έμμεσων φόρων, αποτελούν τις πρώτες και βασικές «επιλογές» σε περίπτωση που ενεργοποιηθεί ο αυτόματος μηχανισμός περικοπής δαπανών. Στο τεχνικό κείμενο του τρίτου μνημονίου περιγράφεται αναλυτικά η λειτουργία του «κόφτη» και οι διαδικασίες που υποχρεούται να φέρει εις πέρας η ελληνική κυβέρνηση, αν και εφόσον δεν επιτυγχάνεται ο στόχος των πρωτογενών πλεονασμάτων

Οι Θεσμοί εκτιμούν ότι οι περικοπές στις συντάξεις, οι επιπρόσθετοι φόροι αλλά και οι μειώσεις στους μισθούς του Δημοσίου αποτελούν τα κατάλληλα μέτρα, καθώς θα έχουν άμεσα αποτελέσματα και θα καταστήσουν αποδοτικό τον περιβόητο «κόφτη».  Μάλιστα στο τεχνικό κείμενο του Μνημονίου, καθορίζονται κατά περίπτωση τα ποσοστά απόδοσης των περικοπών (σε καθαρή και μεικτή δημοσιονομική βάση), εφόσον χρειαστεί να τεθεί σε λειτουργία ο αυτόματος μηχανισμός περικοπής δαπανών.

Ειδικότερα για τις συντάξεις η συμφωνία Θεσμών και ελληνικής κυβέρνησης προβλέπει ότι αποτελεί το πιο αποδοτικό μέτρο, με θετική επίπτωση για την είσπραξη εσόδων που υπολογίζεται στο 85%. Υψηλό είναι και το ποσοστό απόδοσης που προβλέπεται για την έμμεση φορολογία σε αγαθά και υπηρεσίες, που φτάνει στο 80,7%, ενώ σε ότι αφορά στην  μείωση μισθών στο Δημόσιο, εκτιμάται ότι το «όφελος» θα αγγίζει το 55%.

Σε κάθε περίπτωση διαφαίνεται ξεκάθαρα ότι κυρίως οι συνταξιούχοι λογίζονται και αντιμετωπίζονται ως τα υποζύγια της κρίσης. Αποτελούν για μία ακόμη φορά τους εύκολους «στόχους», προκειμένου να καλυφθούν οι όποιες δημοσιονομικές «τρύπες». Φυσικά στο «κάδρο» μπαίνει και πάλι η φοροληστρική πολιτική, που εφαρμόζεται κατά το δοκούν, χωρίς συγκεκριμένο πλάνο και στρατηγική, απλά και μόνο για να εξυπηρετήσει βραχυπρόθεσμες ανάγκες και στόχους, επιβαρύνοντας ωστόσο επιπροσθέτως εκατομμύρια πολίτες.

Να θυμίσουμε ότι στη συμφωνία προβλέπεται ότι οι περικοπές στις δαπάνες συναρτώνται από το μέγεθος της απόκλισης που θα υπάρχει σε σχέση με τον στόχο των πρωτογενών πλεονασμάτων και δεν θα ξεπερνούν το 2% του ΑΕΠ, που με τα σημερινά δεδομένα αντιστοιχεί σε 3,6 δισ. ευρώ.