Υγεία

Σταμούλης: Οριακά η επάρκεια αίματος λόγω πανδημίας


Δραματική έκκληση στον κόσμο να αιμοδοτήσει απευθύνει με συνέντευξη του στο Πρακτορείο FM και στην εκπομπή «104,9 ΜΥΣΤΙΚΑ ΥΓΕΙΑΣ» ο επιστημονικός διευθυντής του Εθνικού Κέντρου Αιμοδοσίας κ. Κώστας Σταμούλης, επισημαίνοντας ότι η μείωση των ποσοτήτων αίματος στο σύνολο της χώρας το τελευταίο έτος, λόγω της πανδημίας έχει ξεπεράσει το 20%. Ποσοστό ανάλογο και για την Αττική τις τελευταίες εβδομάδες, όπου το επιδημιολογικό φορτίο βαίνει αυξανόμενο.

Ωστόσο όπως εξηγεί, τα ετήσια νούμερα δεν είναι αυτά που δείχνουν την πραγματική εικόνα, γιατί το ποσοστό αιμοδοτών μπορεί να έχει διακυμάνσεις μέσα στο χρόνο. «Αυτό που μας απασχολεί είναι η καθημερινότητα της αιμοδοσίας και αυτή εξασφαλίζεται μόνο με σταθερούς συστηματικούς αιμοδότες, που σαν χώρα δεν είχαμε καταφέρει ποτέ να έχουμε. Αυτή τη στιγμή κινούμαστε οριακά», δηλώνει ο κ. Σταμούλης.

Επίσης αναφέρεται σε πάγια προβλήματα που έχει η εν λόγω διαδικασία, αλλά και στους λόγους που αυτή τη στιγμή υπάρχουν μεγάλες ελλείψεις αίματος στη χώρα, τονίζοντας παράλληλα ότι η πανδημία ανέδειξε διεθνώς παθογένειες στα συστήματα υγείας. Μέσα σε όλα όμως, υπάρχει και ένα αισιόδοξο μήνυμα κι αυτό όπως λέει, είναι ότι στις εκκλήσεις αίματος, αυτή τη δύσκολη περίοδο, υπάρχει πολύ μεγάλη ανταπόκριση περισσότερο από γυναίκες (και μάλιστα 25-35 ετών), ενώ παραδοσιακά στην αιμοδοσία μέχρι τώρα υπερτερούσαν οι άντρες.

 

Ακολουθεί αναλυτικά το κείμενο της συνέντευξης που παραχώρησε ο επιστημονικός διευθυντής του ΕΚΕΑ κ. Κώστας Σταμούλης στο Πρακτορείο FM και στη δημοσιογράφο Τάνια Η. Μαντουβάλου

 

Ερ: Κατά πόσον έχουν μειωθεί οι αιμοληψίες το τελευταίο έτος;

Απ: Εκεί που συλλέγαμε 550.000 μονάδες το χρόνο το 2019, έχουμε φτάσει στις 480.000 το 2020, αλλά δεν είναι αυτό το νούμερο που δείχνει το ουσιαστικό πρόβλημα που βιώνουμε αυτή τη στιγμή, αλλά οι ημερήσιες κατανομές.

Ερ: Δηλαδή;

Απ: Αν πάρουμε πχ τις τελευταίες 20 μέρες του Φλεβάρη, και τις συγκρίνουμε με τις αντίστοιχες ημέρες του 20 και του 19, έχουμε μία μείωση αυτές τις ημέρες γύρω στις 10.000 μονάδες. Και για να καταλάβετε το μέγεθος, 10.000 μονάδες το μήνα, χρειαζόμαστε, μόνο για να μεταγγίσουμε τους ασθενείς με μεσογειακή αναιμία. Μας λείπουν δηλαδή ξαφνικά όσες μονάδες αίματος χρειάζονται αυτοί οι ασθενείς για να μεταγγιστούν. Άρα είναι κατανοητό ότι είναι πολύ μεγάλο το έλλειμμα και δημιουργεί τεράστιο πρόβλημα στην καθημερινότητα των αιμοδοσιών.

Ερ: Η μείωση των ποσοτήτων αίματος στο σύνολο της χώρας πόσο τις εκατό είναι το τελευταίο έτος; Και πόση μείωση έχουμε τις τελευταίες εβδομάδες στην Αττική που «φλέγεται»;

Απ: Είναι πάνω από 20% και στις δύο περιπτώσεις. Ωστόσο τις ποσότητες μπορεί κάποια στιγμή να καταφέρεις να τις εξισορροπήσεις, όταν τα μετράς στο τέλος του χρόνου, γιατί ας πούμε τον επόμενο μήνα μπορεί να δραστηριοποιηθεί πιο έντονα ο κόσμος και να πάει να δώσει αίμα. Άρα στο τέλος όταν αθροίσουμε τα νούμερα, μπορεί να φανεί ότι δεν είχαμε μεγάλη μείωση. Αυτό που μας απασχολεί είναι η καθημερινότητα της αιμοδοσίας και αυτή εξασφαλίζεται μόνο με σταθερούς συστηματικούς αιμοδότες, που σαν χώρα δεν είχαμε καταφέρει ποτέ να έχουμε. Πολλώ δε μάλλον τώρα που έχουμε και την πανδημία σε πλήρη εξέλιξη.

Ερ: Θεωρείτε ότι ο φόβος του κόσμου να πάει σε ένα νοσηλευτικό ίδρυμα να αιμοδοτήσει, είναι η βασική αιτία του προβλήματος; Ή υπάρχουν και ενδογενείς παθογένειες του συστήματος αιμοδοσίας;

Απ: Η πανδημία ανέδειξε όλες αυτές τις παθογένειες που έχουν τα συστήματα υγείας διεθνώς, όχι μόνο η Ελλάδα. Και υπερτόνισε εγγενείς, οργανωτικές σε κάποιες περιπτώσεις αδυναμίες στις αιμοδοσίες. Από το 1970 στη χώρα μας σταμάτησε η αμοιβόμενη αιμοδοσία. Τότε είχε αποφασιστεί προσωρινά να καλύπτονται από συγγενείς, ή φίλους, τα όποια ελλείμματα παρουσιάζονται, μέχρι να αναπτυχθεί η εθελοντική αιμοδοσία. Όμως ουδέν μονιμότερον του προσωρινού. Όλο αυτό γιγαντώθηκε όλα αυτά τα χρόνια. Έγινε σχεδόν υποχρέωση του ασθενούς να βρει αίμα. Πράγμα τελείως αντίθετο με όλες τις ευρωπαϊκές οδηγίες. Αυτό λοιπόν το «συγγενικό περιβάλλον», όπως το λέμε εμείς, είναι ένα μία από τις μεγάλες παθογένειες του συστήματος αιμοδοσίας της χώρας και θα έπρεπε κάποια στιγμή το σύστημα αιμοδοσίας να οργανωθεί κατά τέτοιο τρόπο, που να μην υποχρεώνει τους ασθενείς να βρίσκουν αίμα από το κοντινό τους περιβάλλον. Είναι ευθύνη του συστήματος υγείας και του συστήματος αιμοδοσίας να παρέχει αίμα σε όποιον το έχει ανάγκη.

Ερ: Επ αμοιβή εννοείτε;

Απ: Όχι βέβαια. Το να δίνεις υλικά κίνητρα για μέρη του ανθρώπινου σώματος μεταξύ των οποίων και το αίμα είναι η τελευταία κατάντια του πολιτισμού. Αυτό που χρειάζεται είναι καλύτερη ενημέρωση και εκπαίδευση των νεότερων γενεών για την ιδέα της εθελοντικής μη αμοιβόμενης αιμοδοσίας.

Ερ: Σε τι ποσοστό ανέρχονται οι εθελοντές αιμοδότες και σε τι ποσοστό το συγγενικό περιβάλλον;

Απ: Η σχέση που σας περιέγραψα μεταξύ συγγενικού περιβάλλοντος και εθελοντών αιμοδοτών ήταν 62% (οι εθελοντές αιμοδότες), 35% (το συγγενικό περιβάλλον). Μέσα στο Φεβρουάριο βλέπω ότι αντιστρέφεται αυτή η σχέση. Δηλαδή πέφτει το εθελοντικό προσφερόμενο αίμα, και ανεβαίνει το συγγενικό.

Ερ: Αυτό τι σημαίνει;

Απ: Ότι ζητάμε περισσότερο αίμα από κάποιους ανθρώπους που πρόκειται να υποβληθούν σε κάποια επέμβαση ή που έχουν ανάγκη για μετάγγιση. Αυτό ξέρετε αντανακλαστικά απομακρύνει από την ιδέα της εθελοντικής αιμοδοσίας έναν άνθρωπο που θέλει απλά και μόνο να προσφέρει και έτσι θα έπρεπε να είναι. Άρα μέσα σε αυτή τη δύσκολη κατάσταση βλέπουμε ότι υπερτονίζεται το πρόβλημα που έχει η ελληνική αιμοδοσία.

Ερ: Αυτή τη στιγμή διοργανώνονται αιμοδοσίες;

Απ: Οι αιμοδοσίες κάνουν φιλότιμες προσπάθειες να οργανώσουν αιμοληψίες σε εξωτερικούς χώρους, καθότι υπάρχει ένας φόβος του κόσμου, να πάει στα νοσοκομεία, και δικαιολογημένα. Έχουμε ένα τεράστιο πρόβλημα με χώρους στους οποίους γινόντουσαν αιμοληψίες και αυτή τη στιγμή έχουν κλείσει, όπως πχ σχολεία, μεγάλες εταιρείες. Άρα κάνουμε έκκληση στους αυτόνομους αιμοδότες να έρθουν σε σημεία ανοιχτά και να δώσουν αίμα. Για παράδειγμα το πρώτο δεκαήμερο του Μαρτίου διοργανώνουμε ένα μαραθώνιο αιμοδοσίας στην αίθουσα του μετρό στο Σύνταγμα με όλα τα μέτρα προστασίας φυσικά. Και με ραντεβού για να μην δημιουργείται συγχρωτισμός. Υπάρχει πάντως και ένα αισιόδοξο μήνυμα σε αυτά τα πρόσφατα στοιχεία που κοιτάμε, καθώς σε αυτές τις εκκλήσεις, αυτή τη δύσκολη περίοδο, έχουμε πολύ μεγάλη ανταπόκριση περισσότερο από γυναίκες (και μάλιστα 25-35 ετών), ενώ παραδοσιακά στην αιμοδοσία μέχρι τώρα υπερτερούσαν οι άντρες.

Ερ: Ποιοι κινδυνεύουν περισσότερο από την έλλειψη αίματος;

Απ: Επειδή όλη η υγεία έχει γίνει κοβιντοκεντρική θα έλεγα, κινδυνεύουν πάρα πολλοί. Εκτός από τους πολυμεταγγιζόμενους (ασθενείς δηλαδή με μεσογειακή αναιμία) είναι οι ογκολογικοί ασθενείς που προκειμένου να υποστηριχθούν οι θεραπείες τους πχ χημειοθεραπείες, πρέπει να υπάρχει ένα στοκ μονάδων αίματος και αιμοπεταλίων. Επίσης οι επίτοκες κινδυνεύουν καθότι θα πρέπει να έχουν stand by στην αιμοδοσία του νοσοκομείου που θα γεννήσουν δύο με τρεις μονάδες αίματος, και άλλοι.

Ερ: Αυτή τη στιγμή είμαστε οριακά; Και ποιο είναι το πλαν b σε περίπτωση που «στερέψουμε»;

Απ: Ναι κινούμαστε οριακά. Κάθε μέρα «μεροδούλι μεροφάι». Ό,τι συλλέξουμε το οποίο δεν είναι και η καλύτερη δυνατή πρακτική, να λειτουργείς στο όριο, ειδικά για τα θέματα της αιμοδοσίας, γιατί έχει μία πολυπλοκότητα η όλη διαδικασία. Τώρα πλαν b δεν έχουμε άλλο από την έκκληση στην ευαισθησία των πολιτών. Πρέπει να βγουν έξω οι αιμοδοσίες, πρέπει να βγουν τα συνεργεία, με όλα τα προβλήματα που υπάρχουν, με ενδεχομένως υποστελεχωμένες αιμοδοσίες, αλλά δεν υπάρχει άλλη λύση. Υπάρχουν αιμοδοσίες νοσοκομείων που δεν μπορούν να στηρίξουν εξωτερικές δράσεις, είτε λόγω έλλειψης προσωπικού, είτε λόγω δικών τους οργανωτικών προβλημάτων. Αυτή είναι όμως η κατεύθυνση που έχουμε. Να ανοίξουμε τις αιμοδοσίες σε χώρους που το κοινό δεν θα φοβάται. Αλλά και στα νοσοκομεία ακόμα αν χρειαστεί κάποιος να πάει, θα πρέπει να γνωρίζει ότι τηρούνται όλα τα μέτρα για την ασφάλεια του. Πρέπει να είμαστε εκεί για τον άλλον, το αίμα δεν παρασκευάζεται. Πρέπει να το δωρίσουμε. Κι αν πραγματικά αγαπάμε το συνάνθρωπο πρέπει να πάμε να δώσουμε αίμα όσοι μπορούμε και είμαστε 18-65 ετών.