Με δέος παρακολουθούν οι Έλληνες εφοπλιστές και αρμόδιοι κυβερνητικοί παράγοντες τις κινήσεις της Δανέζας επιτρόπου για τον Ανταγωνισμό, Μάργκρετ Βεστάγιερ, με αποκορύφωμα το πρωτοφανές πρόστιμο στην Apple, καθώς εντείνονται οι φόβοι ότι η «σκληρή» επίτροπος θα κινηθεί με την ίδια ορμή και για να παραπέμψει την Ελλάδα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, με στόχο να «ξηλώσει» το καθεστώς διευρυμένων φοροαπαλλαγών, που έχει καθιερωθεί για την ελληνική ναυτιλία από δεκαετίες.
Του Νώντα Χαλδούπη
Η πολυσυζητημένη υπόθεση Apple, αν και δεν είναι ευθέως συγκρίσιμη με την παρέμβαση της ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανταγωνισμού για το φορολογικό καθεστώς της ελληνικής ναυτιλίας, αντανακλά την αποφασιστικότητα των Βρυξελλών να «ξηλώσουν» ευνοϊκά εθνικά καθεστώτα φορολόγησης, χρησιμοποιώντας ως βασικό εργαλείο το ευρωπαϊκό δίκαιο για τον ανταγωνισμό στην ενιαία αγορά και τις κρατικές ενισχύσεις.
Αυτό που προκάλεσε αίσθηση, στην περίπτωση της Apple και των ευνοϊκών ρυθμίσεων που είχε αποσπάσει από τις αρχές της Ιρλανδίας, είναι ότι επιβλήθηκε στον αμερικανικό τεχνολογικό κολοσσό ένα πρόστιμο πέραν πάσης προσδοκίας, το οποίο είναι σαφές ότι ενσωματώνει πολλά και σημαντικά μηνύματα.
Το ποσό των 13 δισ. ευρώ, που καλείται να επιστρέψει η Apple στο Δουβλίνο ως παράνομη κρατική ενίσχυση, αντανακλά την αποφασιστικότητα της «σκληρής» Δανέζας επιτρόπου -που ακολουθεί διαφορετική πολιτική από το συμβιβαστικό προκάτοχό της, Χ. Αλμούνια- να εκδώσει αποφάσεις, οι οποίες μέχρι πρόσφατα θα χαρακτηρίζονταν ακραίες, προκειμένου να περιορίσει τις δυνατότητες των εθνικών κυβερνήσεων να προσελκύουν ισχυρές επιχειρήσεις ή κλάδους, παρέχοντας ακραία φορολογικά πλεονεκτήματα.
Όπως λένε πολλοί παρατηρητές, η Βεστάγιερ δεν κινείται, βεβαίως, σε πολιτικό κενό, αλλά «συντονίζεται» με τις κατευθύνσεις που δίνονται πρωτίστως από το Βερολίνο και τους γερμανικούς επιχειρηματικούς ομίλους, οι οποίοι έχουν σοβαρούς λόγους να ανησυχούν για την κυριαρχία αμερικανικών κολοσσών, όπως η Apple και η Google στον τομέα της τεχνολογίας και του software, αλλά και για τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα που εξασφαλίζουν έναντι γερμανικών εταιρειών, με ειδικές φορολογικές συμφωνίες στην Ιρλανδία, το Λουξεμβούργο, την Μάλτα, ή την Κύπρο.
Εξίσου σοβαρούς λόγους να ανησυχούν για την κυριαρχία ελληνικών ναυτιλιακών εταιρειών στη «σκοτωμένη» από την κρίση παγκόσμια αγορά θαλάσσιων μεταφορών έχουν οι γερμανικές ναυτιλιακές εταιρείες, που είναι γνωστό ότι ηττώνται κατά κράτος στον ανταγωνισμό με τις ελληνικές και πρωτοστατούν στο lobbying για την κατάργηση του ευνοϊκού φορολογικού καθεστώτος στην Ελλάδα.
Σε αυτό το πλαίσιο, η μακρά (από το 2012) διαδικασία διερεύνησης από την Κομισιόν του καθεστώτος φορολόγησης των ναυτιλιακών εταιρειών στην Ελλάδα, που κατέληξε, στα τέλη του περασμένου χρόνου, σε ένα καταδικαστικό πόρισμα για τη χώρα, προκαλεί σοβαρές ανησυχίες στους εφοπλιστές, καθώς θεωρείται πλέον ότι η πιθανότερη κατάληξη στην αντιπαράθεση Αθήνας - Βρυξελλών θα είναι η παραπομπή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Η έρευνα είχε πολύ ενδιαφέρουσες διακυμάνσεις, που θυμίζουν σε πολλούς την υπόθεση της Google, η οποία έφθασε «μια ανάσα» από το συμβιβασμό με τις Βρυξέλλες, επί ημερών Αλμούνια, αλλά τελικά όλα ανατράπηκαν από τη Δανέζα επίτροπο, που κατηγορεί πλέον τον αμερικανικό κολοσσό για πολύ σοβαρή κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης της στην αγορά.
Από το 2012, που άρχισε η έρευνα της Επιτροπής για το καθεστώς φορολόγησης των ναυτιλιακών εταιρειών, κυρίαρχη εκτίμηση ήταν ότι ο «διαλλακτικός» επίτροπος Αλμούνια θα άφηνε ένα περιθώριο συμβιβασμού, που θα επέτρεπε στην Ελλάδα να διατηρήσει ουσιαστικά αναλλοίωτες τις ρυθμίσεις, οι οποίες ισχύουν από το 1975, δηλαδή πριν την ένταξη στην τότε ΕΟΚ.
Μάλιστα, ακόμη και μετά την εκλογή Τσίπρα, ο οποίος είχε πάρει κατ’ επανάληψη θέση κατά της ευνοϊκής μεταχείρισης των εφοπλιστών, η γραμμή της ελληνικής κυβέρνησης στην υπόθεση δεν άλλαξε και η Αθήνα συνέχισε να υπεραμύνεται του ισχύοντος καθεστώτος, χρησιμοποιώντας κατά κανόνα τα νομικά «όπλα» που παρείχε η Ένωση Ελλήνων Εφοπλιστών.
Όμως, στην εξίσωση προστέθηκε η Δανέζα επίτροπος, επί των ημερών της οποίας η Κομισιόν σκλήρυνε τη στάση της και κατέληξε, τον Δεκέμβριο του 2015, να στείλει στην Αθήνα μια πολύ αυστηρή επιστολή, ζητώντας από την κυβέρνηση εντός διμήνου να αλλάξει πολλές από τις ισχύουσες ρυθμίσεις, διατηρώντας πάντως τη βασική φορολογική απαλλαγή των εφοπλιστών, δηλαδή την εξαίρεση των εταιρειών τους από το φόρο εισοδήματος (πληρώνουν μόνο φόρο με βάση τη χωρητικότητα των πλοίων).
Αυτή η απαλλαγή, όμως, την οποία πρώτη «δίδαξε» διεθνώς η Ελλάδα και ισχύει πλέον στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, ζητήθηκε από την Επιτροπή να ερμηνευθεί πολύ στενά, ώστε να μην απαλλάσσονται εισοδήματα πέραν αυτών από τη ναυτιλιακή δραστηριότητα, όπως τα κέρδη από αγοραπωλησίες πλοίων ή μετοχών, καθώς και να μην αποφεύγουν οι εφοπλιστές την πληρωμή φόρου κληρονομιάς για τις μετοχές εταιρειών. Η «γραμμή» της Βεστάγιερ, όπως κατ’ επανάληψη την έχει περιγράψει, είναι ότι σε όλη την ευρωπαϊκή αγορά μπορεί να εφαρμόζεται ο ευνοϊκός για τις ναυτιλιακές εταιρείες φόρος χωρητικότητας, αλλά όχι να παρέχει η κάθε χώρα περισσότερες απαλλαγές και ελαφρύνσεις, που αποτελούν κρατικές ενισχύσεις και στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό.
Μετά το αρχικό σοκ, η κυβέρνηση ζήτησε άλλους δύο μήνες προθεσμία να απαντήσει στην Κομισιόν, πέραν των δύο μηνών που τυπικά δίνονται, και τον Απρίλιο έστειλε ένα ογκώδες νομικό κείμενο/απάντηση, που είχαν κατά βάση επεξεργασθεί οι νομικοί των εφοπλιστών. Με επιχειρηματολογία που χαρακτηρίζεται από νομικούς ως όχι ιδιαίτερα ισχυρή, η απάντηση της κυβέρνησης ήταν αρνητική και αφήνει πλέον στην Κομισιόν μόνο δύο επιλογές: να αποδεχθεί τις αιτιάσεις της Αθήνας και να κλείσει την έρευνά της, με το συμπέρασμα ότι δεν υπάρχουν παράνομες κρατικές ενισχύσεις, ή να στείλει την υπόθεση στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Με δεδομένη τη μαχητική στάση που δείχνει η Δανέζα επίτροπος, η παραπομπή της χώρας στο Δικαστήριο φαίνεται ότι είναι η βέβαιη κατάληξη αυτής της έρευνας. Και επειδή η τεκμηρίωση της απόφασης, ύστερα από τρία χρόνια έρευνας, είναι αρκετά στιβαρή, όπως φαίνεται καθαρά από την 55σέλιδη επιστολή που έχει λάβει η Αθήνα τον Δεκέμβριο, νομικοί εκτιμούν ότι έχει ελάχιστες πιθανότητες να κερδίσει στο δικαστήριο η ελληνική πλευρά.
Βαίνουμε, λοιπόν, προς μια ιστορική εξέλιξη, δηλαδή στην κατάργηση πλήθους απαλλαγών που απολαμβάνει η ναυτιλία από δεκαετίες και στη μαζική έξοδο των εταιρειών του τομέα από την Ελλάδα, όπως προειδοποιούν οι Έλληνες εφοπλιστές; Η απάντηση δεν είναι καθόλου εύκολο να δοθεί σήμερα. Πολλές απαλλαγές πιθανότατα θα «ξηλωθούν», όμως το φορολογικό καθεστώς θα εξακολουθήσει να είναι αρκετά ευνοϊκό για τους εφοπλιστές, εξίσου ευνοϊκό με ό,τι θα ισχύει σε οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ε.Ε. Ορισμένοι ίσως δελεασθούν από τα προνόμια που θα προσφέρουν χώρες εκτός της Ε.Ε για να τους προσελκύσουν, αλλά δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα δούμε μια μαζική έξοδο, αφού υπάρχουν πολλά ακόμη στοιχεία, εκτός των φόρων, που θα αξιολογήσουν οι εφοπλιστές.