Αγορές

Σοκ και δέος στις αγορές: άρχισε νομισματικός πόλεμος!


Δέος στις αγορές προκαλεί η κλιμάκωση του εμπορικού πολέμου Ηνωμένων Πολιτειών – Κίνας, που φέρνει, αυτή την φορά, το διεθνές οικονομικό σύστημα πολύ κοντά σε ένα νομισματικό πόλεμο, καθώς οι Κινέζοι απαντούν στους δασμούς του Τραμπ με επιτάχυνση της διολίσθησης του γιουάν έναντι του δολαρίου, κατά τρόπο πρωτοφανή, εδώ και περισσότερο από δέκα χρόνια.

Η Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας (PBOC) επέτρεψε για πρώτη φορά για περισσότερο από δέκα χρόνια, δηλαδή από την εποχή που βρισκόταν στην κορύφωσή της η παγκόσμια οικονομική κρίση, στις 9 Μαΐου 2008, να σπάσει το κρίσιμο όριο των 7 γιουάν έναντι του δολαρίου. Το κινεζικό νόμισμα έχει κάνει σήμερα μια «βουτιά» της τάξεως του 1,50%, ενώ, όπως φαίνεται στο γράφημα, οι κινεζικές αρχές έχουν αρχίσει να «απαντούν» στους νέους δασμούς του Τραμπ, επιτρέποντας αρχικά να ξεφύγει η ισοτιμία πάνω από τα 6,90 γιουάν και τώρα πάνω και από τα 7.

Η «βουτιά» του γιουάν

Το μοτίβο που ακολουθούν οι αγορές σε αυτές τις συνθήκες είναι γνώριμο από το παρελθόν: οι επενδυτές στρέφονται σε ασφαλή καταφύγια, μειώνοντας το ρίσκο στα χαρτοφυλάκιά τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι η στροφή στην ασφάλεια έριξε σήμερα ακόμη και τις αποδόσεις των 30ετών γερμανικών ομολόγων σε αρνητικό επίπεδο, ενώ τα χρηματιστήρια έχουν «κοκκινήσει», πριν το άνοιγμα της Wall Street.

«Ματώνουν» οι αγορές


Είναι φανερό ότι η πτώση του γιουάν αποτελεί την αντίδραση του Πεκίνου στην πρόσφατη προειδοποίηση από τον πρόεδρο Τραμπ ότι από την 1η Σεπτεμβρίου θα επιβληθούν δασμοί 10% και στις τελευταίες εξαγωγές της Κίνας προς τις ΗΠΑ, ετήσιας αξίας 300 δισ. δολ., οι οποίες ως τώρα είχαν εξαιρεθεί από τις αμερικανικές κυρώσεις.

Όπως τονίζει ο στρατηγικός αναλυτής της Mizuho Bank στο Χονγκ Κονγκ, Κεν Τσονγκ, «σήμερα ξεπεράσθηκε και η τελευταία γραμμή στην άμμο. Η PBOC έχει ανάψει καθαρά το πράσινο φως για την υποτίμηση του κινεζικού νομίσματος».

Σύμφωνα με αναλυτές, οι Κινέζοι είχαν ως τώρα συγκρατηθεί στις κινήσεις τους στην αγορά συναλλάγματος, μη επιτρέποντας μια έντονη διολίσθηση του γιουάν, επειδή ήθελαν να αποφύγουν έναν εκτροχιασμό των διαπραγματεύσεων με τους Αμερικανούς για τα θέματα του εμπορίου.

Όμως, όπως τονίζει ο κορυφαίος αναλυτής της Capital Economics για θέματα της Κίνας, Τζούλιαν Έβανς – Πρίτσαρντ, το γεγονός ότι τώρα σταματούν να εμποδίζουν την άνοδο του δολαρίου πέρα από το επίπεδο των 7 γιουάν υποδηλώνει ότι έχουν σχεδόν χάσει τις ελπίδες τους για μια εμπορική συμφωνία με τις ΗΠΑ.

Πάντως, η PBOC φαίνεται ότι διατηρεί περιθώρια ελιγμών, καθώς σε ανακοίνωσή της αναφέρει ότι η συναλλαγματική της πολιτική δεν αλλάζει, χαρακτηρίζει φυσιολογικές τις διακυμάνσεις των ισοτιμιών προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση και ερμηνεύει τη μεγάλη πτώση του γιουάν ως αποτέλεσμα του εμπορικού πολέμου.

Με αυτή την ανακοίνωση, σύμφωνα με αναλυτές, η PBOC αφήνει όλα τα ενδεχόμενα ανοικτά για το μέλλον, από το να επιτρέψει στο νόμισμα περαιτέρω διολίσθηση, ως την παρέμβαση για να το επαναφέρει σε ισοτιμία χαμηλότερη των 7 γιουάν. Προφανώς, οι επόμενες κινήσεις θα κριθούν με βάση τις εξελίξεις από Σεπτέμβριο, όταν θα αρχίσει νέος γύρος συνομιλιών με τους Αμερικανούς.

Οι κινήσεις από την πλευρά της Κίνας είναι βέβαιο ότι θα προκαλέσουν οργή στην Ουάσιγκτον και θα κάνουν ακόμη πιο δύσκολη την αναζήτηση μιας εμπορικής συμφωνίας. Ο Τραμπ έχει κατ’ επανάληψη κατηγορήσει την Κίνα ότι χειραγωγεί το νόμισμά της, προκειμένου να αποκομίζει οφέλη στο διεθνές εμπόριο, αν και τόσο το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, όσο και το ίδιο το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ έχουν κρίνει ότι, ως τώρα, η Κίνα δεν χειραγωγεί τις συναλλαγματικές ισοτιμίες.

Πόσο μακριά θα φθάσουν οι Κινέζοι;

Το μεγάλο ερώτημα για όσους παρακολουθούν τις εξελίξεις προσπαθώντας να μετρήσουν τις συνέπειες για την παγκόσμια οικονομία και τις αγορές είναι πόσο μακριά μπορεί να φθάσει η Κίνα σε μια πολιτική ανταγωνιστικής υποτίμησης του νομίσματός της, με στόχο να εξισορροπήσει την πίεση που δημιουργούν στη βιομηχανία της οι αμερικανικοί δασμοί.

«Φαίνεται ότι οι κινεζικές αρχές δεν βλέπουν πλέον την ανάγκη να περιορίσουν τα εργαλεία που χρησιμοποιούν και ότι το νόμισμα θεωρείται μέρος του οπλοστασίου που θα αξιοποιήσουν», τονίζει στο Reuters ο Μπομπ Κάρνελ, επικεφαλής οικονομολόγος της ING στην περιοχή Ασίας – Ειρηνικού.

Παρ’ όλα αυτά, το όπλο της ανταγωνιστικής υποτίμησης δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ανεξέλεγκτα από την Κίνα, χωρίς να γίνει μπούμερανγκ για την οικονομία της. Το αδύναμο γιουαν μπορεί να κάνει φθηνότερες τις εξαγωγές, ταυτόχρονα όμως δημιουργεί δυσμενή δεδομένα για όσους θέλουν να επενδύσουν στην Κίνα.

Τα capital controls που έχει επιβάλει το Πεκίνο δεν επιτρέπουν μεγάλες εκροές κεφαλαίων και έτσι είναι απίθανο να φθάσει η Κίνα σε μια συναλλαγματική κρίση, όμως η εξασθένηση του γιουν θα εμποδίσει την εισροή ξένων κεφαλαίων για επενδύσεις στη χώρα, άρα δεν μπορεί να είναι ανεξέλεγκτη, χωρίς να υπάρξουν σοβαρές αρνητικές συνέπειες για την Κίνα.

Σε κάθε περίπτωση, το πέρασμα του εμπορικού πολέμου σε νέο, ακόμη πιο επικίνδυνο στάδιο απειλεί με επιβράδυνση την παγκόσμια οικονομία, με σοβαρές συνέπειες για τα χρηματιστήρια, που βρίσκονται σε πολύ υψηλά επίπεδα και υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να οδηγηθούν σε μια βίαιη διόρθωση, εκτός αν η Fed και η ΕΚΤ αποφασίσουν να χαλαρώσουν ακόμη περισσότερο τη νομισματική τους πολιτική, για να ρίξουν «σωσίβιο» στις αγορές.