Χρηστικά

Σε ισχύ από χθες το χαλαρότερο πλαίσιο της φορολογικής ενημερότητας


Σε ισχύ τέθηκε από χθες, 4 Ιανουαρίου 2018, η απόφαση του διοικητή ΑΑΔΕ, Γιώργου Πιτσιλή που διευκολύνει την έκδοση αποδεικτικών ενημερότητας για χρέη προς το δημόσιο και ειδικότερα, τις αγοραπωλησίες ακινήτων, καθώς μειώνονται τα ποσά παρακράτησης επί του τιμήματος.

Ειδικότερα χθες, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Τεύχος Β’ 1/04.01.2018), η απόφαση (ΠΟΛ. 1222/28.12.2017) που επιφέρει τέσσερις βελτιωτικές αλλαγές στο καθεστώς  που διέπει την έκδοση αποδεικτικών ενημερότητας και βεβαιώσεων οφειλής, για χρέη προς το Δημόσιο, το οποίο είχε διαμορφωθεί από το 2013 και περιόριζε τις συναλλαγές χιλιάδων φορολογούμενων που έχουν οφειλές προς το δημόσιο.

Με τη χαλάρωση των όρων που επέρχονται, αναμένεται να διευκολυνθούν για τη λήψη αποδεικτικού ενημερότητας ή βεβαίωσης οφειλής όσοι φορολογούμενοι έχουν ρυθμισμένες οφειλές προς την Εφορία και θέλουν είτε να εισπράξουν χρήματα από το Δημόσιο είτε να πωλήσουν ακίνητα.

Συγκεκριμένα, οι αλλαγές που ήδη τέθηκαν σε ισχύ είναι οι ακόλουθες:

1. Όταν εκδίδεται αποδεικτικό ενημερότητας για είσπραξη χρημάτων ή μεταβίβαση ακινήτου ή σύσταση εμπράγματου δικαιώματος επ’ αυτού εξ επαχθούς αιτίας και ο φορολογούμενος, ο οποίος ζήτησε το αποδεικτικό, έχει οφειλές που έχουν υπαχθεί σε ρύθμιση τμηματική καταβολής, τα ποσοστά παρακράτησης μέρους της εισπραττόμενης απαίτησης δεν θα καθορίζονται πλέον από τον Προϊστάμενο της αρμόδιας φορολογικής αρχής μεταξύ ενός εύρους ποσοστών, αλλά θα προσδιορίζονται αυτόματα βάσει κλίμακας στην οποία θα λαμβάνεται υπόψη το ποσοστό αποπληρωμής των ρυθμισμένων οφειλών.

Το νέο νομοθετικό πλαίσιο που προβλέπει η νέα απόφαση, τα ποσοστά παρακράτησης επί του εισπραττόμενου ποσού ανέρχονται σε:

* 10% όταν έχει καταβληθεί μέσω της ρύθμισης συνολικό ποσό μεγαλύτερο του 70% της ρυθμισμένης οφειλής. Για παράδειγμα, φορολογούμενος έχει απαίτηση είσπραξης από το Δημόσιο 4.000 ευρώ και ρυθμισμένη ληξιπρόθεσμη οφειλή ύψους 6.000 ευρώ. Μέσω της ρύθμισης που έχει κάνει, έχει εξοφλήσει το 80% της οφειλής, δηλαδή 4.800 ευρώ. Στην περίπτωση αυτή, η αρμόδια Δ.Ο.Υ. για να του εκδώσει το αποδεικτικό ενημερότητας θα του παρακρατήσει το 10% της απαίτησης από το Δημόσιο των 4.000 ευρώ , δηλαδή 400 ευρώ και θα του αποδεσμεύσει τα υπόλοιπα 2.600 ευρώ.

* 30%, όταν έχει καταβληθεί μέσω της ρύθμισης συνολικό ποσό μεγαλύτερο του 50% της ρυθμισμένης οφειλής.

* 50%, όταν έχει καταβληθεί μέσω της ρύθμισης συνολικό ποσό μεγαλύτερο του 30% της ρυθμισμένης οφειλής και

* 70% όταν το αποπληρωμένο ποσό μέσω της ρύθμισης είναι μικρότερο ή ίσο του 30% της ρυθμισμένης οφειλής.

Τα παραπάνω κλιμακωτά ποσοστά θα μπορούν να αυξηθούν, υπό προϋποθέσεις, έως και 20 ποσοστιαίες μονάδες, κατόπιν ειδικής αιτιολογίας.

Το νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε έως τις 3 Ιανουαρίου 2018 προέβλεπε, ότι το ποσοστό της παρακράτησης ορίζεται από τον Προϊστάμενο της αρμόδιας υπηρεσίας εντός των ακόλουθων κατά περίπτωση ορίων και ειδικότερα:

• 30% έως 50% του εισπραττόμενου ποσού, όταν αιτία χορήγησης του αποδεικτικού είναι η είσπραξη χρημάτων. Εάν, όμως, έχει καταβληθεί ήδη μέσω της ρύθμισης συνολικό ποσό μικρότερο του 30% της ρυθμισμένης οφειλής παρακρατείται ποσοστό το οποίο καθορίζεται μεταξύ του 70% και του 100% της ρυθμισμένης οφειλής.

Στις περιπτώσεις: ύπαρξης συνολικής βασικής βεβαιωμένης ρυθμισμένης οφειλής μικρότερης 5.000 ευρώ καθώς και ύπαρξης στοιχείων για άλλες απαιτήσεις (περιοδικές ή εφάπαξ) για την είσπραξη των οποίων είναι υποχρεωτική η προσκόμιση αποδεικτικού ενημερότητας, τα παραπάνω κατώτατα όρια ποσοστών παρακράτησης μειώνονται στο 10%.

• 70% έως 100%, όταν αιτία χορήγησης του αποδεικτικού είναι η μεταβίβαση ακινήτου ή η σύσταση εμπράγματου δικαιώματος επ’ αυτού. Εφόσον η είσπραξη της οφειλής είναι διασφαλισμένη, με την υπαγωγή σε υποθήκη κάποιου ακινήτου που ανήκει στον οφειλέτη το κατώτατο όριο παρακράτησης μειώνεται στο 50% της εισπραττόμενης απαίτησης.

2. Μειώνεται ο αριθμός των δόσεων ρύθμισης, των οποίων δεν μπορεί να υπολείπεται το ποσό παρακράτησης, από τρεις (3) ή πέντε (5) δόσεις, για εναπομένουσες δόσεις λιγότερες ή περισσότερες των δώδεκα (12), κατά περίπτωση, σε δύο (2) ή τέσσερις (4) δόσεις ρύθμισης, αντίστοιχα.

Η νέα απόφαση προβλέπει ότι «σε κάθε περίπτωση το ποσοστό παρακράτησης πρέπει να αντιστοιχεί τουλάχιστον στην κάλυψη δύο δόσεων της τηρούμενης ρύθμισης, που έπονται της ημερομηνίας κατάθεσης του αιτήματος χορήγησης του αποδεικτικού, εφόσον οι εναπομένουσες δόσεις είναι έως και 12.

Άλλως, εάν οι εναπομένουσες δόσεις της τηρούμενης ρύθμισης είναι περισσότερες των δώδεκα 12 το κατώτερο ποσοστό παρακράτησης πρέπει να αντιστοιχεί τουλάχιστον στην κάλυψη τεσσάρων δόσεων της τηρούμενης ρύθμισης, που έπονται της ημερομηνίας κατάθεσης του αιτήματος χορήγησης του αποδεικτικού. Σε αντίθετη περίπτωση και εφόσον η παρακράτηση δεν επαρκεί για την κατά περίπτωση κάλυψη των ως άνω δόσεων, το ποσοστό παρακράτησης αναπροσαρμόζεται ανάλογα».

Μέχρι πρότινος προβλέπονταν ότι σε κάθε περίπτωση το ποσοστό παρακράτησης πρέπει να αντιστοιχεί τουλάχιστον στην κάλυψη τριών δόσεων της τηρούμενης ρύθμισης, που έπονται της ημερομηνίας κατάθεσης του αιτήματος χορήγησης του αποδεικτικού, εφόσον οι εναπομένουσες δόσεις είναι έως και 12. Άλλως, εάν οι εναπομένουσες δόσεις της τηρούμενης ρύθμισης είναι περισσότερες των δώδεκα 12 το κατώτερο ποσοστό παρακράτησης πρέπει να αντιστοιχεί τουλάχιστον στην κάλυψη πέντεδόσεων της τηρούμενης ρύθμισης, που έπονται της ημερομηνίας κατάθεσης του αιτήματος χορήγησης του αποδεικτικού. Σε αντίθετη περίπτωση και εφόσον η παρακράτηση δεν επαρκεί για την κατά περίπτωση κάλυψη των ως άνω δόσεων, το ποσοστό παρακράτησης αναπροσαρμόζεται ανάλογα».

3. Στις περιπτώσεις οφειλετών που εισπράττουν περιοδικές απαιτήσεις, η παρακράτηση μέρους της εισπραττόμενης απαίτησης ορίζεται σε ποσοστό 10%. Για εναπομένουσα ρυθμισμένη οφειλή άνω των 5.000 ευρώ τίθεται ελάχιστο ποσό παρακράτησης ίσο με μία δόση και για εναπομένουσα ρυθμισμένη οφειλή άνω των 20.000 ευρώ ορίζεται ελάχιστο ποσό παρακράτησης ίσο με δύο δόσεις ρύθμισης.

4. Σε περίπτωση πώλησης ακινήτου από φορολογούμενο με ληξιπρόθεσμη οφειλή προς το Δημόσιο, κατά την έκδοση της βεβαίωσης οφειλής, η οποία επέχει θέση αποδεικτικού ενημερότητας, εφόσον το τίμημα που συμφώνησε να εισπράξει ο οφειλέτης του Δημοσίου υπολείπεται της αντικειμενικής αξίας του μεταβιβαζόμενου ακινήτου, η διασφάλιση της οφειλής περιορίζεται στη διαφορά ανάμεσα στο τίμημα και την αντικειμενική αξία. Με τον τρόπο αυτό διευκολύνονται οι συναλλαγές επί ακινήτων φορολογούμενων, οι οποίοι βρίσκονται σε δυσχερή ταμειακή θέση και οι οφειλές τους δεν εξοφλούνται πλήρως με το τίμημα, ενώ ταυτόχρονα επιτυγχάνεται η είσπραξη των βεβαιωμένων οφειλών.