Οικονομία

Προειδοποίηση Ε.Ε.: Δεν υπάρχουν περιθώρια για λάθη στην οικονομία


Ένα πολιτικό θρίλερ μακράς διαρκείας θα βρεθεί σε εξέλιξη ως τον Οκτώβριο, οπότε και θα αποφασισθεί από το Eurogroup αν θα δοθεί στην κυβέρνηση Μητσοτάκη ο δημοσιονομικός χώρος των 4 δισ. ευρώ που ζητεί, μέσω της μείωσης του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα, ενώ οι αξιωματούχοι των Βρυξελλών είναι πολύ προσεκτικοί στις δημόσιες τοποθετήσεις τους για το θέμα, εκπέμποντας αμφίσημα μηνύματα.

Μετά τον επίτροπο Οικονομικών Υποθέσεων, Πάολο Τζεντιλόνι, που δήλωσε στην Αθήνα ότι η συζήτηση για το πλεόνασμα θα αρχίσει το καλοκαίρι, αποφεύγοντας να κάνει προβλέψεις για την απόφαση του Eurogroup, ο προϊστάμενός του και πιο «σκληρός» σε δημοσιονομικά θέματα, αντιπρόεδρος Βάλντις Ντομπρόφσκις, χτύπησε σήμερα… μια στο καρφί και μια στο πέταλο, με δηλώσεις του στο Mega.

Από τη μια, ο Ντομπρόφσκις επιβεβαίωσε ότι γίνεται συζήτηση για το πλεόνασμα και ότι η Κομισιόν αναζητεί τρόπους για να στηρίξει τις επενδύσεις και τις μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα. Είπε, επίσης, ότι τον τελευταίο λόγο θα έχει το Eurogroup και έκανε λόγο για θετική δυναμική που δημιουργούν οι μεταρρυθμίσεις και η απόδοση της ελληνικής οικονομίας για μια θετική απόφαση.

Ταυτόχρονα, όμως, ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν απηύθυνε δύο προειδοποιήσεις: ότι η ατζέντα των μεταρρυθμίσεων πρέπει να υλοποιηθεί και να παραμείνει η οικονομική πολιτική στην ίδια τροχιά, αλλά επίσης και ότι -το σπουδαιότερο, ίσως- η Ελλάδα έχει ακόμα πολύ μεγάλο χρέος και, συνεπώς, υπάρχει μικρός χώρος για πολιτικό λάθος.

Η τελευταία αναφορά αντανακλά την αντίληψη που διαμορφώνεται στους κύκλους των πιο «αυστηρών» κυβερνήσεων του ευρωπαϊκού Βορρά, σύμφωνα με την οποία υπάρχουν σοβαροί πολιτικοί και οικονομικοί λόγοι για να μην αλλάξουν οι δημοσιονομικοί στόχοι της Ελλάδας, παρά το γεγονός ότι η μείωση του κόστους δανεισμού και η επιτάχυνση της ανάπτυξης θα μπορούσαν να το δικαιολογήσουν.

Οι βασικοί πολιτικοί λόγοι είναι ότι, αφενός, η Γερμανία και οι… λοιπές δυνάμεις της δημοσιονομικής αυστηρότητας δεν θέλουν να δημιουργήσουν ένα προηγούμενο αλλαγής της μακροπρόθεσμης συμφωνίας για το χρέος, που έκλεισε το 2018, ώστε να μην δοθεί το μήνυμα ότι υπόκειται σε αναθεωρήσεις και διαρκείς επαναδιαπραγματεύσεις, πριν φθάσουμε στο ορόσημο του 2032, όπου θα κριθεί και πάλι η βιωσιμότητα του χρέους.

Αφετέρου, το πολιτικό περιβάλλον στην Γερμανία είναι «τοξικό» αυτή την περίοδο για το ελληνικό αίτημα, καθώς η κυβέρνηση συνασπισμού «κρέμεται από μια κλωστή», η διαδοχή της Μέρκελ δημιουργεί έντονες αναταράξεις, ενώ το ακροδεξιό AfD ενισχύεται συνεχώς. Σε τέτοιο κλίμα, είναι αδύνατο να περάσει από γερμανική Βουλή μια διευκόλυνση της Ελλάδας στο θέμα του πλεονάσματος, γι’ αυτό και οι αποφάσεις έχουν μετατεθεί τον Οκτώβριο, δηλαδή την έσχατη ώρα, με την ελπίδα ότι κάτι θα έχει αλλάξει ως τότε στο πολιτικό σκηνικό της Γερμανίας.

Όσον αφορά την οικονομική πλευρά του θέματος, οι «σκληροί» του Eurogroup φέρονται να υποστηρίζουν ότι θα ήταν λάθος να μην αξιοποιηθεί η πολύ καλή σημερινή συγκυρία στις αγορές για να παραχθούν από την Ελλάδα μεγάλα πλεονάσματα που θα βελτιώσουν τη βιωσιμότητα του χρέους, καθώς το μέλλον είναι αβέβαιο και μια αύξηση των επιτοκίων θα μπορούσε να εξανεμίσει τα οφέλη που έχει τώρα η χώρα από τα μηδενικά/αρνητικά επιτόκια της ΕΚΤ.

Με αυτά τα δεδομένα, παραμένει εντελώς αβέβαιο αν θα δοθεί στην κυβέρνηση ο δημοσιονομικός χώρος που ζητάει (περίπου δύο μονάδες του ΑΕΠ συνολικά, τη διετία 2021 – 2022) για να εφαρμόσει πρόσθετες ελαφρύνσεις φόρων και εισφορών. Βραχυπρόθεσμα, το μόνο που είναι σίγουρο είναι ότι θα εγκριθεί από το Eurogroup του Μαρτίου το ελληνικό αίτημα να εξαιρεθούν ορισμένες δαπάνες για τη διαχείριση του προσφυγικού από το έλλειμμα, ώστε να ανοίξει ένας χώρος 200 εκατ. ευρώ, που θα αξιοποιηθεί, πιθανότατα, για την πρώτη μείωση της εισφοράς αλληλεγγύης.

Ακόμη και για τη χρήση των κερδών από τις κεντρικές τράπεζες για επενδύσεις, αντί της μείωσης του χρέους, οι αποφάσεις που αναμένονται τον Ιούνιο έχουν ακόμη αρκετά μεγάλο βαθμό αβεβαιότητας, καθώς η κυβέρνηση έχει ζητήσει να κατευθύνει τους πόρους σε μείωση προκαταβολής φόρου για τις επιχειρήσεις που επενδύουν, κάτι που δεν είναι βέβαιο ότι θα γίνει δεκτό, οπότε θα πρέπει να βρεθούν ώριμα έργα προς χρηματοδότηση, που θα μπορούν να εγκριθούν από το Eurogroup.