Ενέργεια

Πώς νίκησε η Greek Mafia στην αγορά καυσίμων


Την εικόνα μιας αγοράς καυσίμων που έχει παραδοθεί πλήρως στα κυκλώματα του οργανωμένου εγκλήματος, τα οποία θησαυρίζουν και έχουν νικήσει κατά κράτος τους νόμιμους εμπόρους δίνουν πλέον τα υψηλόβαθμα στελέχη της εμπορίας πετρελαιοειδών, ενώ σταθερά χαμένος είναι ο καταναλωτής, που αγοράζει βενζίνη με υψηλή περιεκτικότητα σε διαλύτες Βουλγαρίας και από αντλίες «πειραγμένες» για παραδίδουν λιγότερα καύσιμα από όσα πληρώνονται.

Ο δομικός παράγοντας που έχει ανατρέψει πλήρως τους συσχετισμούς στην αγορά εις βάρος των νόμιμων εμπόρων και υπέρ των εγκληματικών οργανώσεων είναι, βεβαίως, η παντελής έλλειψη ελέγχου από τις αρχές. Τα πολυσυζητημένα συστήματα παρακολούθησης εισροών - εκροών, που από το 2009 βρίσκονται σε μια... αέναη πορεία εγκατάστασης στην αγορά, ούτε αξιόπιστες μετρήσεις δίνουν (έχουν πολύ υψηλά περιθώρια απόκλισης), ούτε και παρέχουν στοιχεία σε ένα κεντρικό σύστημα της ΑΑΔΕ, ώστε να αξιοποιούνται για στοχευμένους ελέγχους.

Έτσι, σε περιβάλλον απόλυτης χαλάρωσης των ελέγχων, οι επιτήδειοι, που όπως έχει αποδειχθεί συνδέονται ευθέως με το «βαρύ», οργανωμένο έγκλημα, έχουν όλα τα περιθώρια να θριαμβεύσουν στην αγορά. Η διακίνηση καυσίμων έχει γίνει τόσο επικερδής δραστηριότητα, που πολλοί εκτιμούν ότι αποτελεί πλέον τον κορμό των δραστηριοτήτων του οργανωμένου εγκλήματος στην Ελλάδα και μάλιστα δημιουργεί τόσο έντονες αντιπαραθέσεις για τη διανομή της πίτας, ώστε να φθάνουμε στις γνωστές και πολυσυζητημένες μαφιόζικες δολοφονίες.

Στελέχη του Συνδέσμου των Εταιρειών Εμπορίας Πετρελαιοειδών χαρακτήριζαν σήμερα την αγορά καυσίμων της χώρας προβληματική, παραβατική και κατά κανόνα ζημιογόνα για τις νόμιμες επιχειρήσεις. Όπως έλεγαν για τις νόμιμες επιχειρήσεις, η έξαρση της παραβατικότητας μεταφράζεται σε έναν αθέμιτο ανταγωνισμό που απειλεί την βιωσιμότητα τους. Όπως τόνιζαν, από τις πειραγμένες αντλίες, τη νοθεία και την έλλειψη αποτελεσματικού ελέγχου ζημιώνεται το κράτος και η οικονομία λόγω των φόρων που δεν πληρώνονται, οι υγιείς επιχειρήσεις του κλάδου και οι καταναλωτές οι οποίοι θεωρούν ότι αγοράζουν φθηνότερο καύσιμο αλλά στην ουσία το πληρώνουν ακριβότερα.

Πράγματι, η αγορά καυσίμων έχει χωριστεί σε δύο ταχύτητες:

  • Από τη μια, οι εταιρείες εμπορίας και τα πρατήρια που λειτουργούν σε πλαίσιο νομιμότητας, βρίσκουν απέναντί τους επιτήδειους που μπορούν να πωλούν καύσιμα πολύ φθηνότερα και χάνουν μερίδια αγοράς, ή υποχρεώνονται να πωλούν σε «χτυπημένες» τιμές, περιορίζοντας σε οριακό σημείο τα περιθώρια κέρδους τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι πρόσφατη ανάλυση των ισολογισμών 2022 των 12 εταιρειών μελών του ΣΕΕΠΕ από το ΙΟΒΕ έδειξε ότι σχεδόν το σύνολο των κερδών τους προήλθαν από τη διακίνηση αεροπορικών καυσίμων και τις διεθνείς πωλήσεις (δύο δραστηριότητες που αφορούν κυρίως τους μεγάλους της αγοράς), ενώ από τις δραστηριότητες στη λιανική στην Ελλάδα είχαν συνολικά κέρδη χαμηλότερα από 2 εκατ. ευρώ! Στην εσωτερική αγορά, το προ φόρων περιθώριο κέρδους ήταν μηδενικό, ενώ στα αεροπορικά καύσιμα έφθασε το 1,8%.
  • Στην άλλη πλευρά του ανταγωνισμού, βρίσκονται πρατήρια που υπολογίζεται ότι μπορεί να φθάνουν και στο ένα πέμπτο του συνολικού αριθμού πρατηρίων της ελληνικής αγοράς, τα οποία βρίσκονται υπό τη διαχείριση των κυκλωμάτων του οργανωμένου εγκλήματος. Όπως έχει γράψει το Σin από τα τέλη του 2020, αυτά τα πρατήρια καυσίμων έχουν μετατραπεί σε χρυσωρυχεία, μέσα από δύο παραβατικές δραστηριότητες: Τεράστιες εισαγωγές διαλυτών από τη Βουλγαρία «εμπλουτίζουν» τη βενζίνη που πωλούν τα πρατήρια αυτά, με κόστος μόλις 10 σεντς το λίτρο, με τα ποσοστά νόθευσης να ξεπερνούν ακόμη και το 50% σε ακραίες περιπτώσεις. Η δεύτερη «παρέμβαση» που φέρνει μεγάλα κέρδη στους επιτήδειους, είναι το «πείραγμα» των αντλιών, ώστε να γίνονται ελλειμματικές παραδόσεις στους καταναλωτές, σε ποσοστά που ξεπερνούν και το 10%.

Οι εκπρόσωποι των εταιρειών εμπορίας θεωρούν ότι είναι αναγκαίο να γίνουν τα επόμενα βήματα στην ολοκλήρωση του συστήματος εισροών εκροών στο σύνολο της αγοράς, με την εγκατάστασή του και στις αποθήκες καυσίμων και με τη λειτουργία κεντρικής πλατφόρμας της ΑΑΔΕ, που θα υποδέχεται τα στοιχεία από συστήματα παρακολούθησης της αγοράς για να τα αξιοποιεί σε στοχευμένους ελέγχους. Ωστόσο, με δεδομένη την εγγενή αναξιοπιστία αυτών των συστημάτων, που δεν αποτελούν επίσημα όργανα μέτρησης, έχουν μεγάλα περιθώρια σφάλματος και παρακάμπτονται από τους επιτήδειους με ειδικά στικάκια, είναι απορίας άξιον αν ακόμη και αυτή η επέκταση των συστημάτων θα φέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα στον έλεγχο της αγοράς.