Επιχειρήσεις

Πώς η Εφορία «σκαλίζει» τις καταθέσεις


Μπαράζ ελέγχων στους τραπεζικούς λογαριασμούς υπόπτων για φοροδιαφυγή ξεκινούν οι υπηρεσίες της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων.

Συγκεκριμένα ελέγχονται οι κινήσεις λογαριασμών σε ελληνικές τράπεζες, από το 2012 και μετά, δεδομένου ότι οι προηγούμενες χρήσεις έχουν παραγραφεί. Με τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε αμετάκλητα ότι οι κινήσεις λογαριασμών στις ελληνικές τράπεζες, δεν αποτελούν «συμπληρωματικά στοιχεία» και συνεπώς ο έλεγχος δεν μπορεί να επεκταθεί πέραν της πενταετίας. Στο πλαίσιο αυτό, ο έλεγχος των τραπεζικών λογαριασμών επεκτείνεται μόνο σε μια πενταετία πίσω, δηλαδή μέχρι το 2012.

Στο διάστημα αυτό, εάν βρεθούν χρήματα στους τραπεζικούς λογαριασμούς που δεν δικαιολογούνται από τα εισοδήματα ή από τα περιουσιακά στοιχεία του φορολογούμενου, τότε αυτά, φορολογούνται ως εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα ήτοι με συντελεστές από 22% από το πρώτο ευρώ έως και 45% για εισόδημα πάνω από 40.000 ευρώ.

Σύμφωνα με τη νομοθεσία, κάθε προσαύξηση περιουσίας που προέρχεται από παράνομη ή αδικαιολόγητη ή άγνωστη πηγή ή αιτία, θεωρείται κέρδος από επιχειρηματική δραστηριότητα και φορολογείται αναλόγως.

Οι ζώνες άμυνας

Σύμφωνα με τη νομοθεσία και τις εγκυκλίους που έχει εκδώσει η ΑΑΔΕ, οι φορολογούμενοι δεν έχουν πρόβλημα εάν τα ποσά των καταθέσεων δικαιολογούνται από τα τρέχοντα ή από εισοδήματα των προηγουμένων οικονομικών ετών ή από μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων. Ειδικότερα:

1. Τα ποσά για τα οποία δεν αποδεικνύεται η προέλευσή τους θεωρούνται προϊόν φοροδιαφυγής ή ύποπτα προς διερεύνηση εάν δεν δικαιολογούνται από πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων ή δηλωθέντα εισοδήματα, εκτός και αν προκύπτουν από μη αναλωθέντα εισοδήματα προηγουμένων οικονομικών ετών. Δηλαδή στον λογαριασμό κάποιου φορολογούμενου εντοπίζονται 500.000 ευρώ, το 2013, ενώ τα δηλωθέντα εισοδήματα είναι 30.000 ευρώ το χρόνο. Εάν αποδείξει ότι το ποσό προέρχεται από δηλωθέντα  εισοδήματα των προηγουμένων οικονομικών ετών, τότε δεν έχει πρόβλημα.

2. Δεν θεωρείται ύποπτη η πίστωση σε λογαριασμό χρηματικού ποσού του οποίου η προέλευση είναι εμφανής, π.χ. από πώληση ακινήτου ή μετοχών κ.λπ. Αυτό ισχύει ακόμα και αν ατό το ποσό δεν έχει συμπεριληφθεί στις σχετικές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο καταλογισμός του φόρου γίνεται αναλόγως του είδους του εισοδήματος (π.χ. από ακίνητα, από κεφάλαιο κ.λπ.).

3. Δεν υπάρχει πρόβλημα όταν η πίστωση ενός τραπεζικού λογαριασμού προέρχεται από χρέωση άλλου τραπεζικού λογαριασμού του ίδιου φορολογούμενου. Προϋπόθεση βέβαια είναι το ποσό που βρισκόταν στον λογαριασμό προέλευσης να είναι δικαιολογημένο. Δεν εξετάζεται επίσης ο χρόνος που μεσολάβησε από την ανάληψη από τον ένα λογαριασμό και την κατάθεση στον άλλον λογαριασμό.

4. Ο ελεγχόμενος μπορεί να μην προσκομίσει στοιχεία για τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών, εάν έχει παρέλθει ο χρόνος εντός του οποίου υποχρεούται να διατηρεί τα έντυπα στοιχεία της κίνησης των τραπεζικών λογαριασμών. Ωστόσο εάν η φορολογική αρχή, έχει στοιχεία που αποδεικνύουν ότι  υπάρχει φοροδιαφυγή, τότε υπάρχει πρόβλημα.

5. Επίσης, αν η απόκτηση χρηματικού ποσού προέρχεται από φορολογικά έτη στα οποία δεν επιτρέπεται η επέκταση του ελέγχου (προ του 2012) οι σχετικές πιστώσεις θεωρούνται δικαιολογημένες.