Οικονομία

Πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας ζητάει το ΔΝΤ


Διατυπώνοντας απαισιόδοξες προβλέψεις για τον ρυθμό ανάπτυξης, τα πλεονάσματα και το δημόσιο χρέος, το ΔΝΤ επιμένει στις κλασικές συνταγές του των αποκαλούμενων «μεταρρυθμίσεων», προτείνοντας μείωση του αφορολόγητου ορίου, περικοπή της 13ης σύνταξης και των προσωπικών διαφορών για τους παλαιούς συνταξιούχους και κατάργηση της προστασίας της πρώτης κατοικίας.

Ζητά επίσης από την κυβέρνηση τολμηρά μέτρα εξυγίανσης των τραπεζικών ισολογισμών, υπογραμμίζοντας την ανάγκη να αρθεί κάθε νομική προστασία της πρώτης κατοικίας, δηλαδή να προχωρήσουν άμεσα οι πλειστηριασμοί, μόλις εκπνεύσει η ισχύουσα ρύθμιση για την πρώτη κατοικία, στο τέλος του τρέχοντος έτους.

Το σημαντικότερο, ίσως, στοιχείο της ανακοίνωσης του ΔΝΤ για την έκθεση που έχει συνταχθεί με βάση το άρθρο 4 του καταστατικού, είναι η αυστηρή σύσταση των εκτελεστικών διευθυντών του στην κυβέρνηση να λάβει τολμηρά μέτρα για το τραπεζικό σύστημα, ώστε να μπορεί να υποστηρίξει την οικονομική ανάκαμψη, καθώς ως τώρα οι τράπεζες, λόγω του βάρους από τα προβληματικά δάνεια, αντλούν ρευστότητα αντί να προσφέρουν ρευστότητα στην οικονομία (αρνητική πιστωτική επέκταση).

Το Ταμείο επισημαίνει τις πρωτοβουλίες που λαμβάνει η κυβέρνηση για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, δηλαδή το σχέδιο «Ηρακλής». Υπογραμμίζει όμως την ανάγκη για μια πιο συνεκτική, φιλόδοξη και καλά συντονισμένη στρατηγική εξυγίανσης των τραπεζικών ισολογισμών. Αυτές οι προσπάθειες, τονίζουν, θα πρέπει να περιλάβουν και περαιτέρω βελτίωση του θεσμικού πλαισίου, κυρίως για την αλλαγή της νομοθεσίας για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, ώστε να εξαλειφθεί η προστασία δανείων πρώτης κατοικίας και να ενισχυθεί η πειθαρχία στις πληρωμές.

Το ΔΝΤ σημειώνει ότι αποδεικνύεται κατώτερη των προσδοκιών η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και καλεί την κυβέρνηση να λάβει ακόμη πιο τολμηρά μεταρρυθμιστικά μέτρα και να έλθει σε σύγκρουση με κατεστημένα συμφέροντα.

Η ανάπτυξη, τονίζεται, επανήλθε στην Ελλάδα, αλλά ως τώρα είναι κατώτερη των προσδοκιών. Ο ρυθμός ανάτπυξης ήταν 1,9% το 2018 και επιβραδύνθηκε φέτος, εξαιτίας της υποτονικότητας των ιδιωτικών επενδύσεων και της υποεκτέλεσης του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων.

Ο ρυθμός ανάπτυξης προβλέπεται να διαμορφωθεί στο 1,8% φέτος και να αυξηθεί στο 2,3% το 2020 (έναντι πρόβλεψης για ρυθμό 2,8% από την κυβέρνηση), αλλά μεσοπρόθεσμα οι αναπτυξιακές προοπτικές περιορίζονται, λόγω του δημογραφικού προβλήματος και της χαμηλής παραγωγικότητας, που θα φέρουν το ρυθμό ανάπτυξης μετά το 2023 κάτω από το 1%. Οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές μπορούν να βελτιωθούν, αν οι φιλικές για την ανάπτυξη μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης μετουσιωθούν γρηγορότερα σε αποτελέσματα και οι αγορές αντιδράσουν ευνοϊκά στην πρόοδο που θα σημειωθεί.

Οι εκτελεστικοί διευθυντές του Ταμείου υποδέχονται θετικά τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες της κυβέρνησης, υπογραμμίζουν όμως ότι θα χρειασθεί να χρησιμοποιηθούν όλα τα διαθέσιμα εργαλεία για να τονωθεί η ανάπτυξη, και να δείξει κυβέρνηση ισχυρή πολιτική βούληση στην αντιμετώπιση κατεστημένων συμφερόντων, ώστε να ενισχυθούν οι επενδύσεις, η ανάπτυξη και η κοινωνική συνοχή.

Οι διευθυντές του Ταμείου συμφωνούν ότι είναι είναι ανάγκη, προκειμένου να κεφαλαιοποιήσει η οικονομία τα οφέλη από τις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, να γίνουν σημαντικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και σε άλλους τομείς, πρωτίστως σε ό,τι αφορά την απελευθέρωση των αγορών προϊόντων.

Σχετικά με το στόχο για το πρωτογενές πλεόνασμα, οι διευθυντές του Ταμείου είναι διχασμένοι. Ορισμένοι υποστηρίζουν την ανάγκη να μειωθεί ο στόχος, ενώ άλλοι, που προφανώς προέρχονται από την Ευρώπη, υποστηρίζουν ότι πρέπει να διατηρηθεί ο στόχος στο 3,5% για να διασφαλισθεί η βιωσιμότητα του χρέους. Αυτό δείχνει ότι το αίτημα της κυβέρνησης για αλλαγή του στόχου από το 2021 συναντά ήδη ισχυρή αντίσταση από κυβερνήσεις της ευρωζώνης.

Οι προβλέψεις του ΔΝΤ