Ο πρώην πρόεδρος της Αργεντινής Κάρλος Μένεμ απεβίωσε σε ηλικία 90 ετών, έπειτα από μάχη με διάφορα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε τα τελευταία χρόνια, ανέφερε σήμερα σε ένα τουίτ ο νυν πρόεδρος της Αργεντινής Αλμπέρτο Φερνάντες.
Η προσωπική ζωή του Μένεμ βρέθηκε συχνά στα πρωτοσέλιδα των ταμπλόιντ ενόσω ωθούσε την Αργεντινή σε μια οικονομική άνθηση, όμως οι δύο θητείες του (1989-1999) στην προεδρία κατέρρευσαν υπό το βάρος σκανδάλων διαφθοράς και πέρασε χρόνια σχεδιάζοντας μια καθόλου πιθανή επάνοδο στην εξουσία.
Με τα χαρακτηριστικά μαύρα μαλλιά και τις φουντωτές γκρίζες φαβορίτες του, ο Μένεμ στο αποκορύφωμα της σταδιοδρομίας του υποδέχθηκε στην κατοικία του τους Rolling Stones και έβαλε την Αργεντινή στο διεθνές προσκήνιο, στέλνοντας στρατιώτες στον Πόλεμο του Κόλπου και στη Βοσνία.
Κατάφερε να επανεκλεγεί αφού ιδιωτικοποίησε κρατικές επιχειρήσεις σε έναν μαζικό μετασχηματισμό των θεσμών της χώρας στις αρχές των ετών του 1990 και η οικονομία γνώρισε άνθηση.
Όμως εγκατέλειψε την εξουσία αφού κατηγορήθηκε για διαφθορά και σύναψη παράνομων συμφωνιών όπλων το 1991 και το 1995 με την Κροατία και τον Ισημερινό.
Δέκα χρόνια αργότερα, απαλλάχθηκε από τις κατηγορίες για λαθρεμπόριο όπλων, όμως ο Μένεμ δεν κατάφερε ποτέ να αποσείσει την ευρέως διαδεδομένη υποψία για εμπλοκή του σε σκοτεινές συμφωνίες αν και ποτέ δεν καταδικάστηκε.
Δικηγόρος, γιος Σύρων μεταναστών στην επαρχία Λα Ριόχα, 1.200 χλμ. δυτικά του Μπουένος Άιρες, ο Μένεμ δραστηριοποιήθηκε στο Περονικό κόμμα τα χρόνια του 1950 και του 1960 και επισκέφθηκε τον ιδρυτή του κόμματος, Χουάν Περόν, στην εξορία στην Ισπανία το 1964.
Διετέλεσε κυβερνήτης της Λα Ριόχα την περίοδο 1973-1976.
Μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1976, ο Μένεμ συνελήφθη και φυλακίστηκε για πέντε χρόνια.
Μετά την αποφυλάκισή του επανεξελέγη κυβερνήτης άλλες δύο φορές.
Χαρισματικός ομιλητής που του άρεσαν τα στιλάτα μεταξένια και λινά κοστούμια, ο Μένεμ θεωρούσε τον εαυτό του διάδοχο του πολιτικού μέντορά του, του Περόν, που πέθανε το 1974 μετά την επιστροφή του από την εξορία.
Ενώ ορισμένοι Περονικοί ηγέτες προσπαθούσαν να οδηγήσουν το διχασμένο κόμμα σε έναν χωρίς αναταράξεις μεσαίο δρόμο, ο Μένεμ αναβίωσε την εικόνα του καουδίγιο (caudillo), προσεγγίζοντας συνδικαλιστικούς ηγέτες και ακραίες παρατάξεις από την αριστερά έως τη δεξιά προκειμένου να κερδίσει τις προκριματικές του κόμματος το 1988.
Βρόμικος πόλεμος
Υπό τον Μένεμ, η Αργεντινή κατάφερε τελικά να αναδυθεί από την πόλωση της δικτατορίας του "βρόμικου πολέμου" του 1976-1983 στη διάρκεια του οποίου έως 30.000 φερόμενοι ως αντιφρονούντες σκοτώθηκαν. Απένειμε χάρη σε στρατιωτικούς ηγέτες και από τις δύο πλευρές της σύγκρουσης.
Κληρονόμησε μια οικονομία που στέναζε υπό το βάρος ενός αχαλίνωτου πληθωρισμού και αν και είχε κατέβει με λαϊκιστική πολιτική πλατφόρμα, άρχισε να ξεπουλά κρατικές επιχειρήσεις και να εισάγει μεταρρυθμίσεις ελεύθερης αγοράς που μετασχημάτισαν την οικονομία και κέρδισαν τον έπαινο από την Ουάσινγκτον και διεθνείς πιστωτές.
Υιοθέτησε επίσης το αμφιλεγόμενο μέτρο της ισοτιμίας ένα προς ένα ανάμεσα στο πέσο και το δολάριο.
Οι πολιτικές του έλαβαν επαίνους ενώ η οικονομία αυξανόταν με στιβαρό ρυθμό στις αρχές των χρόνων του 1990, όμως αργότερα κατηγορήθηκε για υψηλή ανεργία, διαφθορά και υπέρβαση δαπανών που εξανέμισαν τυχόν οφέλη που μπορεί να απέφεραν οι πολιτικές του για την οικονομία της αγοράς.
Έναν χρόνο αφότου έγινε πρόεδρος χώρισε από την πρώτη σύζυγό του, Σουλέμα Γιόμα, η οποία δυσανασχετούσε με τον ροκ σταρ τρόπο ζωής του και την αγάπη του για τα γρήγορα αυτοκίνητα, το γκολφ και το γκλάμουρ. Ο Μένεμ την έδιωξε από την προεδρική κατοικία μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες.
Η κόρη του, Σουλεμίτα, παρέμεινε κοντά του μετά τον χωρισμό, και επωμίστηκε τον ρόλο της πρώτης κυρίας αν και αργότερα συγκρούστηκαν για τη δεύτερη σύζυγό του, την πρώην Μις Κόσμος της Χιλής, Σεσίλια Μπολόκο, που ήταν 35 χρόνια νεότερή του.
Ο γάμος αυτός τελείωσε με διαζύγιο το 2011, αρκετά χρόνια αφότου εκείνος και η Μπολόκο είχαν παραδεχθεί ότι είχαν χωρίσει.
Εμμονή με την επάνοδο στην εξουσία
Ο Μένεμ ήθελε να θέσει υποψηφιότητα για τρίτη θητεία αλλά τα δικαστήρια αποφάσισαν ότι δεν μπορούσε, και η Αργεντινή βυθίστηκε σε οικονομικό και πολιτικό χάος λίγο αφότου αποχώρησε από την εξουσία.
Ο εκλεγμένος διάδοχός του ανατράπηκε από τις διαδηλώσεις στους δρόμους και ο επόμενος ηγέτης εγκατέλειψε την ισοτιμία του ενός πέσο προς ένα δολάριο καθώς η χώρα βυθίστηκε στην αδυναμία εξυπηρέτησης χρέους και σε βαθιά ύφεση το 2001-2002 που οδήγησε εκατομμύρια ανθρώπους στη φτώχεια.
Παρά τις κατηγορίες για λαθρεμπόριο όπλων και διαφθορά, η πλειονότητα των οποίων εξέπεσαν στο τέλος, ο Μένεμ έλαβε τις περισσότερες ψήφους στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών το 2003.
Αποσύρθηκε από τον δεύτερο γύρο όταν οι δημοσκοπήσεις έδειξαν πως θα έχανε από τον Νέστορ Κίρχνερ, έναν αντίπαλο υποψήφιο της περονικής παράταξης, με συντριπτική πλειοψηφία.
Ενόσω ζούσε αυτοεξόριστος στο πολυτελές διαμέρισμα της Μπολόκο στο Σαντιάγο της Χιλής, ο Κάρλος Μένεμ δεχόταν συνδικαλιστές ηγέτες και σχεδίαζε την επιστροφή του στην εξουσία.
«Μέχρι την τελευταία μου πνοή θα παραμείνω στην πολιτική» είχε πει σε μια συνέντευξη το 2004 στο Reuters.
Τελικά επέστρεψε στην Αργεντινή όταν οι δικαστές απέσυραν τα εντάλματα σύλληψής του και εξελέγη το 2005 ως εκπρόσωπος της γενέτειράς του στη Γερουσία όπου και παρέμεινε μέχρι τον θάνατό του.
Τα τελευταία χρόνια αποτέλεσε αντικείμενο έρευνας και κατηγορήθηκε ότι απέτρεψε μια έρευνα για τη βομβιστική επίθεση το 1994 σε κέντρο της εβραϊκής κοινότητας, τη φονικότερη τρομοκρατική επίθεση στην Αργεντινή. Η υπόθεση έγινε πρωτοσέλιδος τίτλος σε διεθνή μέσα το 2015 όταν ένας εισαγγελέας που διερευνούσε την υπόθεση βρέθηκε νεκρός υπό μυστηριώδεις συνθήκες.
Το 2015 δεν εμφανίστηκε σε δικαστήριο όπου είχε κληθεί, αν και απάντησε σε ερωτήσεις του εισαγγελέα για την υπόθεση τον Σεπτέμβριο του 2016, λέγοντας κυρίως ότι δεν γνώριζε ή δεν θυμόταν τις απαντήσεις στις ερωτήσεις τους, ανέφερε το δημόσιο πρακτορείο ειδήσεων της Αργεντινής Telam.
Ο Μένεμ εγκατέλειψε τα σχέδιά του να ξαναθέσει υποψηφιότητα για πρόεδρος το 2007 και έμοιαζε αδύναμος τα τελευταία χρόνια ενώ και οι εμφανίσεις του στη Γερουσία γίνονταν όλο και πιο σπάνιες.