Αντάρτικο από τους «53+» φαίνεται να λαμβάνει χώρα στα εσωτερικά του κόμματος, με αφορμή το άρθρο του πρωθυπουργού για τον Ανδρέα Παπανδρέου, θέλοντας με την παρέμβαση να αποτρέψει την «Πασοκοποίηση», ή την «Παπανδρεοποίηση» του ΣΥΡΙΖΑ.
«Ήταν ο Ανδρέας Τροτσκιστής;» είναι ο χαρακτηριστικός τίτλος του άρθρου που αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα των «53» commonality.gr, και αποτιμά την ιστορική/πολιτική διαδρομή του Ανδρέα και του ΠΑΣΟΚ σημειώνοντας ότι έγινε «συστημικό κατεστημένο» με σχέσεις με τη μεγαλοαστική τάξη και «εμπέδωσε τον ‘’κακό’’ λαϊκισμό διαρρηγνύοντας το ‘’συμβόλαιο με τον λαό’’».
Ειδικότερα, στο άρθρο τονίζεται ότι «ο Α. Παπανδρέου ήταν η εποχή του: Χαρισματικός διότι η εποχή του ευνοούσε τους ‘’χαρισματικούς’’ (…) και διόλου, μα διόλου, αριστερός –ουδέποτε αυτοορίστηκε τέτοιος-, κάτι που εξάλλου δεν ευνοούσε η εποχή (αυτή των διώξεων των αριστερών) ούτε, βέβαια, η ταξική και η πολιτική του καταγωγή. Χωρίς όμως ταυτόχρονα όλα ετούτα να μειώνουν τον ιστορικό του ρόλο».
Σύμφωνα με την αρθρογράφο, «ο Α. Παπανδρέου πέτυχε κάμποσα, πολλά απ’ τα οποία σήμερα, στην εποχή της οπισθοδρόμησης για τα δικαιώματα λαών, φαντάζουν περίπου ριζοσπαστικά. Άλλα αυτονόητα –θα γίνονταν έτσι κι αλλιώς- και άλλα όχι. Το ΕΣΥ, το οικογενειακό δίκαιο, η αποχουντοποίηση του κράτους, η –σχετική- αναδιανομή του πλούτου είναι κάποια από αυτά (…) Οι μικρές ανάσες, πάντως, για τον μέσο Έλληνα, και τον μέσο Ευρωπαίο, της μεταπολεμικής, ψυχροπολεμικής εποχής, ήταν γεγονός».
«Αλλά σε άλλα ο Α. Παπανδρέου μετέτρεψε το κρασί του σε σκέτο, γάργαρο νεράκι. Στις σχέσεις κράτους – εκκλησίας, επί παραδείγματι. Στην περιβόητη κρίση του 1987, με επίδικο τον ‘’νόμο Τρίτση’’ για την εκκλησιαστική και μοναστηριακή περιουσία, ο Α. Παπανδρέου οπισθοχώρησε ιδεολογικά και πρακτικά. Και έχασε. Ενώ ο νόμος υπερψηφίστηκε –μαζί με ΚΚΕ και ΚΚΕεσωτ-, όχι μονάχα δεν εφαρμόστηκε ποτέ αλλά εν τέλει τη μεγάλη νίκη την κατήγαγε ο τότε αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ. Ο Τρίτσης παραιτήθηκε, ενώ στο υπουργείο Παιδείας τον διαδέχτηκε ο Γιώργος Α. Παπανδρέου. Ο δε νόμος Τρίτση παραμένει φάντασμα, καθώς ακόμη δεν έχει εφαρμοστεί» τονίζεται.
Για πολλούς, προσθέτει το άρθρο, το κόμματου Α.Π., το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα, κατηγοριοποιήθηκε δίπλα στα άλλα ποπουλίστικα κινήματα. Επένδυσε στην αθέατη μάζα, που δεν έβλεπε το πρόσωπό της στους λοιπούς πολιτικούς σχεδιασμούς, έβαλε στο τραπέζι χειραφετητικά προτάγματα, αλλά τα εγκατέλειψε αμέσως μόλις πιέστηκε από τις κατεστημένες δυνάμεις. Αφομοίωσε δηλαδή και εμπέδωσε τον ‘’κακό’’ λαϊκισμό, παραμερίζοντας τις προσδοκίες της όντως λαϊκής του βάσης και διαρρηγνύοντας το ‘’συμβόλαιο με τον λαό’’».
Όπως σημειώνεται «στο εσωτερικό θριάμβευε, λενινιστικώ αλλά και σταλινικώ τω τρόπω. Με τις διαδοχικές εκκαθαρίσεις – διαγραφές, κυρίως στελεχών και μελών με σταθερό αριστερό προσανατολισμό, ο Α.Π. έγινε ο απόλυτος κυρίαρχος του, πολλά άλλα υποσχόμενου, κόμματος. Τα πάντα δε διυλίζονταν από την ‘’τρόικα’’: μονάς εν τη τριάδι, Γεννηματάς, Λαλιώτης, Τσοχατζόπουλος έγιναν το σιδηρούν χέρι κόμματος και κυβέρνησης, ενώ σταδιακά απαξιώνονταν θεσμοί και καταστατικά. Οι συλλογικές αποφάσεις και οι διαδικασίες από τη βάση πέρασαν στο χρονοντούλαπο της ιστορίας».
«Αλλά ο Ανδρέας Παπανδρέου διείδε πως θα γράψει ιστορία εκμεταλλευόμενος, όχι την πρωτοπορία των ιδεών, αλλά τις συνθήκες της εποχής (…) πέτυχε –αν πέτυχε, ό,τι πέτυχε- για τον λαό διότι η ιστορική συγκυρία της σοσιαλδημοκρατικής Ευρώπης, η οποία και έδινε τη δυνατότητα πολλαπλών συμμαχιών, τον ευνόησε πέρα για πέρα. Μόλις όμως άλλαξε η ιστορική συνθήκη, από το ‘’Τσοβόλα δωσ’ τα όλα’’ πέρασε στην εποχή της λιτότητας. Το κόμμα του, τέκνο της εποχής του, διολίσθησε επίσης. Και έγινε το ίδιο συστημικό κατεστημένο, αποκαθιστώντας τάχιστα τις σχέσεις του με τη μεγαλοαστική τάξη. Δημιουργώντας επιπλέον και νέους εκπροσώπους του κεφαλαίου» επισημαίνεται.
«Για τα κόμματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα, με όλα τα ρηξικέλευθά του, ήταν μια όλως άλλη, ενίοτε και αντιθετική, περίπτωση. Επί της ουσίας, στην άλλη μεριά του ποταμού» καταλήγει το κείμενο.