Τράπεζες

Παίρνουν ό,τι μπορούν τα funds των κόκκινων δανείων


Με πρακτικές που συχνά ξεφεύγουν από τους θεσμοθετημένους κανόνες και χαρακτηρίζονται από ακραία επιθετικότητα έναντι των δανειοληπτών, κινούνται πολύ συχνά τα funds που διαχειρίζονται κόκκινα δάνεια, ακολουθώντας ένα απλό... δόγμα: «παίρνουμε ό,τι μπορούμε».

Οι εταιρείες διαχείρισης, όπως αναφέρουν νομικοί που ασχολούνται με υποθέσεις κόκκινων δανείων, εφαρμόζουν μια εισπρακτική πρακτική δύο ταχυτήτων:

  • Σε περιπτώσεις οικονομικά ευάλωτων δανειοληπτών, για τους οποίους δεν υπάρχουν υπόνοιες ότι μπορεί να κρύβουν εισοδήματα, οι εταιρείες διαχείρισης προσφέρουν λύσεις ρύθμισης στεγαστικών δανείων με μεγάλη μείωση δόσης και διαγραφή μέρους της απαίτησης στη λήξη της ρύθμισης, εφόσον αυτή εξυπηρετηθεί πλήρως.
  • Όταν, όμως, έχουν απέναντι τους ένα επιχειρηματικό δάνειο με εξασφάλιση ενός ή περισσότερων ελκυστικών ακινήτων, διαχειριστές δανείων ακολουθούν άκρως επιθετικές τακτικές, που ξεφεύγουν και από το πλαίσιο του Κώδικα Δεοντολογίας της Τράπεζας της Ελλάδος. Χωρίς να προτείνουν λύση για την εξυπηρέτηση της οφειλής, ζητούν «οριστική διευθέτηση», δηλαδή να πουληθούν ένα ή περισσότερα ακίνητα από τον ίδιο τον δανειολήπτη, ώστε η εταιρεία διαχείρισης να εισπράξει το μέγιστο δυνατό ποσό και σε πολύ σύντομο χρόνο. Ήδη από το 2020 έχουν εκδοθεί δικαστικές αποφάσεις που μπλοκάρουν τέτοιες πρακτικές, σε περιπτώσεις όπου δεν γίνεται σεβαστός ο Κώδικας Δεοντολογίας και, αντί να καταθέτει η εταιρεία διαχείρισης του δανείου μια πρόταση βιώσιμης ρύθμισης πηγαίνει κατ' ευθείαν στο τελευταίο στάδιο της οριστικής ρύθμισης - ρευστοποίησης ακινήτου, απειλώντας τον δανειολήπτη με καταγγελία του δανείου και έναρξη διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης.

Νομικοί παρατηρούν ότι οι εταιρείες διαχείρισης ακινήτων, ενώ θα αναμενόταν να δείχνουν μεγαλύτερη διαλλακτικότητα έναντι των δανειοληπτών, αφού διαχειρίζονται δάνεια που αποκτήθηκαν σε πολύ χαμηλότερο ποσό από τη λογιστική τους αξία, τελικά σε πολλές περιπτώσεις ακολουθούν τακτικές πολύ πιο επιθετικές από τις αντίστοιχες των τραπεζών.

Μια εξήγηση για αυτή τη συμπεριφορά είναι ότι έχουν καθυστερήσει σοβαρά οι ανακτήσεις δανείων από αυτά που τιτλοποιήθηκαν μέσω του σχεδίου «Ηρακλής» και οι διαχειριστές των δανείων βρίσκονται σε μεγάλη πίεση να αυξήσουν γρήγορα τα ποσά που ανακτούν. Πολλοί εκτιμούν ότι υπάρχει και η παράμετρος της κερδοσκοπικής συμπεριφοράς, καθώς μάλιστα οι εταιρείες διαχείρισης δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι εποπτεύονται με αυστηρότητα, όσον αφορά την τήρηση των κανόνων του Κώδικα Δεοντολογίας.

Η Τράπεζα της Ελλάδος παραμένει ως τώρα σε ρόλο παρατηρητή, χωρίς να έχει παρέμβει για την επιβολή κυρώσεων σε εταιρείες διαχείρισης. Πρόσφατα, όμως, με παρέμβασή του σε εκδήλωση της ένωσης των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, εμφανίσθηκε αρκετά αυστηρός, τουλάχιστον φραστικά, αφήνοντας να εννοηθεί ότι θα σφίξει ο εποπτικός κλοιός της ΤτΕ στις εταιρείες διαχείρισης δανείων, το επόμενο διάστημα.

Ο κ. Στουρνάρας άφησε να εννοηθεί ότι οι εταιρείες δεν προσφέρουν βιώσιμες λύσεις, δεν ενδιαφέρονται να αναχρηματοδοτήσουν τις επιχειρήσεις που θα ρυθμίσουν οφειλές και παραβιάζουν τους κανόνες του Κώδικα Δεοντολογίας. Όπως τόνισε,

  • «Είναι σημαντικό οι Εταιρείες Διαχείρισης να προσφέρουν βιώσιμες λύσεις ρύθμισης σε πιστούχους.
  • Καμία από τις εταιρείες διαχείρισης δεν έχει κάνει αίτημα για λήψη άδειας που θα επιτρέπει την αναχρηματοδότηση επιχειρήσεων. Διότι σε αρκετές περιπτώσεις βιώσιμων επιχειρήσεων, η παροχή ρευστότητας στο πλαίσιο αναδιάρθρωσης οφειλών είναι απαραίτητη.
  • Μας προβληματίζει το γεγονός ότι η Τράπεζα της Ελλάδος λαμβάνει ένα μεγάλο αριθμό καταγγελιών από ιδιώτες και επιχειρήσεις αναφορικά με τις πρακτικές που εφαρμόζουν οι Εταιρείες Διαχείρισης. Τα θέματα διαφάνειας των διαδικασιών και των όρων των συναλλαγών (conduct of business) είναι μία περιοχή την οποία λαμβάνουμε σοβαρά και αξιολογούμε στο πλαίσιο των εποπτικών μας δραστηριοτήτων. Η ουσιαστική τήρηση του πρόσφατα αναθεωρημένου Κώδικα Δεοντολογίας που έχει θεσμοθετήσει η Τράπεζα της Ελλάδος αποτελεί υποχρεωτικό θεσμικό πλαίσιο τόσο για τα πιστωτικά ιδρύματα όσο και για τους servicers. Η διαχείριση των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων πρέπει να γίνεται με πλήρη σεβασμό προς το δανειολήπτη και με βάση τις βέλτιστες πρακτικές, όπως προβλέπονται στο Κώδικα Δεοντολογίας.