Χρειάσθηκαν σχεδόν πέντε χρόνια από την ψήφιση του νέου πτωχευτικού νόμου το 2020, αλλεπάλληλες παρατάσεις και μια δύσκολη «κυοφορία», για να φθάσουμε, λίγο πριν την εκπνοή του 2025, στη δημοσίευση της προκήρυξης για την υποβολή δεσμευτικών προσφορών από τους υποψήφιους επενδυτές, ένας εκ των οποίων θα αναλάβει τελικά να «τρέξει» τον νέο Φορέα Απόκτησης Κατοικιών, που προορίζεται να αποτρέψει τις εξώσεις ευάλωτων νοικοκυριών από τις κατοικίες που χάνουν μέσω πλειστηριασμών.
Όμως, η ανακοίνωση του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών για την «τελική ευθεία» προς την ίδρυση του Φορέα δεν αναιρεί τις σοβαρές αδυναμίες του νέου συστήματος αποτροπής των εξώσεων, το οποίο θα καλύψει τελικά πολύ μικρό αριθμό οφειλετών.
Η πολυετής καθυστέρηση στην ίδρυση του Φορέα Απόκτησης και Επαναμίσθωσης Ακινήτων δεν ήταν γραφειοκρατικό ατύχημα, αλλά αποτέλεσμα της έλλειψης επενδυτικού ενδιαφέροντος από ιδιώτες. Παρά το γεγονός ότι ονόματα όπως η Bain Capital και η Fortress παραμένουν στη διαδικασία για να διεκδικήσουν τη διαχείριση του Φορέα, το ενδιαφέρον από ιδιώτες ήταν εξαρχής και παρέμεινε για χρόνια «αναιμικό», καθώς ο Φορέας δεν θα έχει μεγάλο αντικείμενο δραστηριοποίησης, ενώ όποιος αναλάβει να τον «τρέχει» θα βρεθεί αναπόφευκτα εκτεθειμένος σε αρνητική δημοσιότητα, όταν κάποιοι οφειλέτες δεν θα μπορέσουν να πληρώνουν τα ενοίκια για να συνεχίσουν να μένουν στα σπίτια που έχασαν σε πλειστηριασμό.
Για να μη μείνει το εγχείρημα «στα χαρτιά», χρειάστηκε η απευθείας παρέμβαση των συστημικών τραπεζών, οι οποίες ανέλαβαν να χρηματοδοτήσουν το σχήμα με 100 εκατ. ευρώ. Η συμμετοχή των τραπεζών ήταν αποτέλεσμα πιέσεων που άσκησε η κυβέρνηση, για να κλείσει μια εκκρεμότητα ετών που κρατούσε σε ομηρία το τραπεζικό σύστημα και την κυβερνητική πολιτική.
Πολύ χαμηλά εισοδηματικά κριτήρια
Το μεγαλύτερο «αγκάθι» όμως βρίσκεται στην ουσία του προγράμματος. Ο Φορέας, όπως και το «Ενδιάμεσο Πρόγραμμα» που παρατείνεται διαρκώς, μέχρι να ιδρυθεί ο Φορέας, απευθύνεται σε μια πολύ περιορισμένη ομάδα πληθυσμού. Τα κριτήρια για τη λήψη της «Βεβαίωσης Ευάλωτου» είναι τόσο χαμηλά, που αποκλείουν τη μεγάλη πλειονότητα των δανειοληπτών που απειλούνται με έξωση.
Για παράδειγμα, το ετήσιο εισόδημα για ένα μονοπρόσωπο νοικοκυριό δεν πρέπει να ξεπερνά τα 7.000 ευρώ, ενώ για μια τετραμελή οικογένεια, το όριο σταματά στα 17.500 ευρώ και το ανώτατο όριο, ανεξαρτήτως αριθμού μελών του νοικοκυριού έχει τεθεί σε 21.000 ευρώ.
Με τέτοια εισοδηματικά κριτήρια είναι μαθηματικά βέβαιο ότι ελάχιστοι θα ωφεληθούν. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι λιγότεροι από 2.000 είναι οι οφειλέτες που έχουν συμμετοχή στο ενδιάμεσο πρόγραμμα. Η πλειονότητα των νοικοκυριών που παλεύουν να σώσουν την πρώτη τους κατοικία θα βρεθούν εκτός προστασίας, καθώς με τα κριτήρια που έχουν τεθεί θεωρείται «εύπορος» όποιος κερδίζει λίγο περισσότερα από το όριο της απόλυτης φτώχειας.
Από ιδιοκτήτες, ενοικιαστές με ημερομηνία λήξης
Ακόμα και αυτοί οι λίγοι που θα ενταχθούν, θα βιώσουν μια σκληρή μετάβαση. Ο οφειλέτης χάνει την ιδιοκτησία του ακινήτου του, το οποίο μεταβιβάζεται στον Φορέα, και μετατρέπεται σε ενοικιαστή για έως 12 έτη.
Αν και το πρόγραμμα προβλέπει κρατική επιδότηση του ενοικίου (από 70 έως 210 ευρώ) και δυνατότητα επαναγοράς της κατοικίας, γεγονός είναι ότι ένας πολίτης που σήμερα αδυνατεί να καλύψει τις ανάγκες του με 7.000 ευρώ τον χρόνο θα είναι σχεδόν αδύνατο να καταφέρει να συγκεντρώσει το κεφάλαιο για την επαναγορά του ακινήτου του μετά από 12 χρόνια.
Με αυτά τα τα δεδομένα, η πολυετής αναμονή και συζήτηση για τον νέο Φορέα αποδεικνύεται ότι είναι πολύ κακό για το τίποτα, αφού ελάχιστοι θα προστατευθούν από τις εξώσεις μετά την απώλεια της κατοικίας τους σε πλειστηριασμό και ακόμη λιγότεροι θα καταφέρουν να ανακτήσουν την ιδιοκτησία του σπιτιού τους.