Τράπεζες

Οι τράπεζες δίνουν λιγότερα δάνεια από όσα εισπράττουν


Αρνητική η πιστωτική επέκταση προς τον ιδιωτικό τομέα μετά τις μεγάλες αυξήσεις επιτοκίων της ΕΚΤ

Σε κατάσταση πιστωτικής ασφυξίας επιστρέφει ολοταχώς η ελληνική οικονομία μετά τις μεγάλες αυξήσεις επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο 7μηνο του 2023 οι τράπεζες έδωσαν λιγότερα δάνεια από όσα εισέπραξαν για τα παλαιά, δηλαδή επιστρέψαμε σε αρνητική πιστωτική επέκταση.

Σύμφωνα με τα δεδομένα που παρέχει η Τράπεζα της Ελλάδος, οι ροές χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα έχουν στεγνώσει φέτος, ενώ το 2022 βρίσκονταν σε ικανοποιητικά επίπεδα, παρά το γεγονός μάλιστα ότι παραμένουν ενεργά πολλά ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά εργαλεία και έχουν αρχίσει οι πρώτες εκταμιεύσεις δανείων μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης.

Ειδικότερα,

  • Οι συνολικές ροές χρηματοδότησης προς τον ιδιωτικό τομέα τους πρώτους επτά μήνες του 2022 όχι μόνο ήταν θετικές αλλά ανέρχονταν σε 4,12 δισ. ευρώ. Αντίθετα, στο επτάμηνο του 2023 οι ροές είχαν πάρει αρνητική τιμή και διαμορφώνονταν σε -1,44 δισ. ευρώ.
  • Αντίστοιχα, στα δάνεια του επιχειρηματικό τομέα (μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις), πέρυσι δινόταν μία εικόνα αρκετά ικανοποιητικής πιστωτικής επέκτασης με θετικές ροές ύψους 4,2 δισ. ευρώ. Φέτος, το πρόσημο έχει γίνει αρνητικό, στα -755 εκατ. ευρώ. Στα στεγαστικά δάνεια οι ροές ήταν αρνητικές και στις δύο περιόδους με τα ποσά να υπερβαίνουν τα 700 εκατ. ευρώ. Μικρό άνοιγμα της στρόφιγγας παρατηρείται στα καταναλωτικά δάνεια, που ούτως ή άλλως παρουσιάζουν ελάχιστη κινητικότητα εδώ και χρόνια.

Η παρατηρούμενη πιστωτική συρρίκνωση, που αρχίζει να θυμίζει τις εποχές της κρίσης, όταν οι τράπεζες είχαν κλείσει τις στρόφιγγες των δανείων και συνεχώς απορροφούσαν περισσότερα από όσα χορηγούσαν, αυτή τη φορά δεν συνδέεται με τις ιδιαίτερες συνθήκες της ελληνικής οικονομίας, αλλά με την αυστηρή νομισματική πολιτική της ευρωπαϊκής κεντρικής Τράπεζας που έχει στόχο να χαλιναγωγήσει τον πληθωρισμό στην ευρωζώνη.

Μετά και τη χθεσινή αύξηση κατά 0,25% στα επιτόκια της, η ΕΚΤ έχει ανεβάσει το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων στο 4%, που είναι και το υψηλότερο επίπεδο στην ιστορία του ευρώ. Η κεντρική τράπεζα έδωσε χθες σήμα ότι σε αυτά τα επίπεδα τα επιτόκια είναι επαρκή για να υποχωρήσει ο πληθωρισμός, αλλά δεν θα πρέπει να μειωθούν για μεγάλη χρονική περίοδο, αφού ακόμη και το 2025 προβλέπεται ότι ο πληθωρισμός θα παραμένει λίγο πάνω από τον στόχο του 2%.

Η Κριστίν Λαγκάρντ επισήμανε χθες ότι η νομισματική πολιτική, δηλαδή τα αυξημένα επιτόκια αυτής της περιόδου, μεταδίδεται στις οικονομίες της ευρωζώνης με τον ταχύτερο ρυθμό από κάθε άλλη φορά. Δηλαδή οι τράπεζες προσαρμόζουν πολύ γρήγορα τα επιτόκιά τους με βάση τα επιτόκια της κεντρικής τράπεζας και μειώνονται εξίσου γρήγορα η ζήτηση και οι χορηγήσεις νέων δανείων.

Το μεγάλο ερώτημα που θα αργήσει να απαντηθεί είναι πως θα αντεπεξέλθει η ελληνική οικονομία στο νέο περιβάλλον υψηλών επιτοκίων για μεγάλη χρονική περίοδο, καθώς μάλιστα ο στόχος για μεγάλες ιδιωτικές επενδύσεις συνδέεται στενά με τη δυνατότητα των επιχειρήσεων να αντλήσουν χρηματοδότηση.

Κίνδυνοι και για τις τράπεζες

Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας προειδοποίησε σήμερα τις ελληνικές τράπεζες ότι τα υψηλά επιτόκια δεν σημαίνουν μόνο αύξηση των κερδών τους από τη διαφορά επιτοκίων, αλλά θα δημιουργήσουν ένα δύσκολο χρηματοπιστωτικό περιβάλλον για το οποίο θα πρέπει να είναι προετοιμασμένες.

Μιλώντας για το τραπεζικό σύστημα, τόνισε ότι η αύξηση των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ και η συρρίκνωση του ισολογισμού της (μέσω της σταδιακής αποπληρωμής των στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης και της παύσης των επαναγορών στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού) επηρέασαν μέχρι τώρα θετικά την κερδοφορία των εμπορικών τραπεζών μέσω της αύξησης του καθαρού περιθωρίου επιτοκίου (επειδή τα επιτόκια των δανείων αναπροσαρμόζονται άμεσα ενώ τα επιτόκια καταθέσεων με σημαντική χρονική υστέρηση).

Ωστόσο, αυτό δεν αναμένεται να συνεχιστεί, εξαιτίας της σταδιακής αύξησης των επιτοκίων καταθέσεων, της αύξησης του κόστους χρηματοδότησης στις αγορές χρήματος και της μείωσης της ζήτησης για δάνεια. Κατά συνέπεια, οι εμπορικές τράπεζες πρέπει να προετοιμαστούν για ένα πιο δυσμενές τραπεζικό και μακροοικονομικό περιβάλλον εξαιτίας της σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής.

Ακολουθήστε το Sofokleousin.gr στο Google News
και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις