Οι μισοί και πλέον κάτοικοι των παραγκουπόλεων στο Μουμπάι, στη δυτική Ινδία, φαίνεται πως είχαν τον κορονοϊό, σύμφωνα με έρευνα που παρήγγειλε ο δήμος της μητρόπολης και δημοσιοποιήθηκε χθες, δημιουργώντας πολλές αμφιβολίες όσον αφορά τους αριθμούς κρουσμάτων μόλυνσης από τον SARS-CoV-2 που ανακοινώνει επίσημα η ομοσπονδιακή κυβέρνηση στο Νέο Δελχί.
Η Ινδία κατατάσσεται ήδη στην τρίτη θέση παγκοσμίως, πίσω μόνο από τις ΗΠΑ και τη Βραζιλία, με σχεδόν 1,5 εκατομμύριο κρούσματα. Ειδικοί έχουν ήδη επισημάνει πως, με δεδομένη την έλλειψη τεστ, ο πραγματικός αριθμός των ανθρώπων που έχουν μολυνθεί είναι πολύ υψηλότερος.
Οι εξετάσεις αίματος που έγιναν από τις αρχές του Μουμπάι σε 6.936 τυχαία επιλεγμένα πρόσωπα έδειξαν πως το 57% των κατοίκων των παραγκουπόλεων και το 16% των κατοίκων άλλων συνοικιών έχουν αντισώματα.
Η μεγαλούπολη, όπου το 40% του πληθυσμού ζει σε παραγκουπόλεις, έχει καταγράψει λίγα περισσότερα από 110.000 κρούσματα μόλυνσης από τον SARS-CoV-2 και πάνω από 6.000 νεκρούς εξαιτίας της COVID-19 ως σήμερα.
Στο Μουμπάι των 20 εκατομμυρίων κατοίκων βρίσκεται η μεγαλύτερη παραγκούπολη της Ινδίας, η Νταράβι, όπου εκτιμάται πως ζουν ένα εκατομμύριο άνθρωποι.
Ωστόσο οι θάνατοι σε αυτή τη δαιδαλώδη συνοικία δεν είναι πολλοί, με τοπικούς αξιωματούχους να διατείνονται πως τα μέτρα που πήραν για να εμποδίσουν την εξάπλωση της πανδημίας ήταν αποτελεσματικά.
Τα αποτελέσματα των εξετάσεων όμως υποδεικνύουν πως οι περιπτώσεις ασυμπτωματικών φορέων ενδέχεται να «αποτελούν μεγάλο ποσοστό των μολύνσεων» και άρα ότι ο δείκτης θνητότητας πιθανόν είναι «πολύ πιο χαμηλός» στην Ινδία από ό,τι δείχνουν τα επίσημα δεδομένα, σύμφωνα με την έρευνα.
Παρόμοια έρευνα, που διενεργήθηκε στο Νέο Δελχί των 20 εκατομμυρίων κατοίκων και δημοσιοποιήθηκε πριν από μία εβδομάδα, έδειξε ότι το ένα τέταρτο των πολιτών της ομοσπονδιακής πρωτεύουσας είχε επίσης μολυνθεί από τον κορονοϊό.