Ο Μίκης Θεοδωράκης με άρθρο του στα ΝΕΑ, αποκαλύπτει άγνωστες πτυχές της συζήτησης που έγινε την εποχή της διακυβέρνησης Μητσοτάκη για το Σκοπιανό, απαντώντας σε άρθρο του αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών Γ. Κατρούγκαλου στην ίδια εφημερίδα.
«Ο κ. Κατρούγκαλος στο άρθρο του («Λύτρωση από τον Αλυτρωτισμό», «ΤΑ ΝΕΑ» 19.1.2018) αναφέρεται σε έναν «έντιμο» συμβιβασμό σχετικά με το όνομα «Μακεδονία». Θα αποδείξω ότι υπάρχουν περιπτώσεις που δεν επιδέχονται συμβιβασμούς, όπως είναι η παραχάραξη της Ιστορίαςπου θίγει τα κυριαρχικά μας δικαιώματα. Δηλαδή θέματα Αρχών και Εθνικού συμφέροντος. Ιδιαίτερα όταν μπορούν να οδηγήσουν στηναπώλεια μέρους της εθνικής μας ακεραιότητας.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να απαντήσω στο επιχείρημα ότι τα Σκόπιαείναι μια μικρή χώρα και επομένως δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας.Πράγματι, είναι μικρή χώρα. Όταν όμως πίσω από τα Σκόπια κρύβεται κάποια μεγάλη διεθνής δύναμη, τότε οι ισορροπίες ανατρέπονται. Και ο νοών νοείτω…
Άλλωστε και μόνο το γεγονός ότι οι Σκοπιανοί συμπεριφέρονται απέναντί μας με έναν τόσο θρασύ και εχθρικό τρόπο, αποδεικνύει ότι γνωρίζουν ότι υποστηρίζονται από διεθνείς δυνάμεις φιλικές λόγω της γενικότερης πολιτικής τους στον χώρο των Βαλκανίων. Εξάλλου οι αναμνήσεις από την εποχή της διάλυσης της Γιουγκοσλαυίας είναι νωπές.
Το γεγονός ότι πολλές χώρες έχουν δεχθεί την ονομασία «Μακεδονία» για τα Σκόπια – Βαρδάρη, όπως είναι το πραγματικό τους όνομα, αποδεικνύει ότι γι’ αυτές τις χώρες δεν έχει σημασία η αλήθεια αλλά οι διάφορες σκοπιμότητες. Όπως λ.χ. η Ρωσία και όσοι την ακολουθούν, γιατί οι Σκοπιανοί είναι Σλαύοι. Οι Τούρκοι και οι Άραβες, γιατί είναι μουσουλμάνοι. Και οι ΗΠΑ και τα κράτη του ΝΑΤΟ, γιατί έτσι εξυπηρετούνται τα σχέδιά τους στα Βαλκάνια. Στο βάθος δεν μπορεί να μη γνωρίζουν ότι γελοιοποιούνται συνυπογράφοντας την κωμικοτραγική πρωτοβουλία του Τίτο και των Σκοπιανών να βαπτισθούν από Σλαύοι Μακεδόνες – απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου παραβλέποντας το χάσμα των χιλίων ετών που χωρίζει την κάθοδό τους στα Βαλκάνια το 700 μ.Χ. από τους Ελληνες Μακεδόνες των 300 και πλέον ετών προ Χριστού.Κωμικό, γιατί κανείς δεν μπορεί να αλλάξει την Ιστορία και τραγικό για την τραυματισμένη Ελλάδα λόγω των θυσιών της στην πάλη κατά του χιτλερισμού και του εμφυλίου πολέμου που ακολούθησε και που μας οδήγησε στα όρια μιας εθνικής καταστροφής.
Για τους λόγους αυτούς η Ελλάδα δεν αντέδρασε εγκαίρως όταν ο Τίτο αποφάσισε να δώσει το όνομα «Μακεδονία» σε μια επαρχία της Γιουγκοσλαυίας εντελώς αυθαίρετα, εκμεταλλευόμενος την τραγική μας θέση.
Θα αναφερθώ στο παράδειγμα της Δυτικής Γερμανίας, η οποία έμεινε ώς το τέλος ακλόνητη στην απόφασή της να μην αναγνωρίσει την Ανατολική Γερμανία τη στιγμή που δεκάδες χώρες είχαν συνάψει μαζί της διπλωματικές σχέσεις. Με ποιο επιχείρημα; Το ότι θεωρούσαν πως δεν μπορεί η αποδοχή από τους άλλους να παραχαράξει τελεσίδικα την Ιστορία, αλλά μονάχα η δική τους ψήφος. Και στο τέλος δικαιώθηκαν! Το ίδιο θα πρέπει να κάνουμε κι εμείς γνωρίζοντας ότι η παραχάραξη της Ιστορίας σε σχέση με το όνομα της Μακεδονίας δεν μπορεί να θεωρηθεί ως τετελεσμένο γεγονός παρά μονάχα με τη δική μας ψήφο.
Και τώρα περνώ στις κρυμμένες αλήθειες της εποχής της διακυβέρνησης Μητσοτάκη στη δεκαετία του 1990:
Το θέμα των Σκοπίων ανέκυψε το Νοέμβριο του ’91. Επειδή τα Σκόπια είχαν δραστηριοποιηθεί με το Σύνταγμα και με την προπαγάνδα την οποία έκαναν, αποφάσισε η κυβέρνηση να φέρει το θέμα στο Υπουργικό Συμβούλιο. Ο Σαμαράς ήδη ευρίσκετο στις Βρυξέλλες στο Συμβούλιο Υπουργών. Ήταν Παρασκευή αυτή η κρίσιμη συνάντηση. Έρχεται λοιπόν στην ημερήσια διάταξη το θέμα των Σκοπίων. Με εισήγηση φυσικά του προέδρου της κυβέρνησης, του κ. Μητσοτάκη.
Την προηγουμένη τον επισκέφθηκα στο γραφείο του, στου Μαξίμου, και του είπα ότι «χαίρομαι που θα συζητηθεί το πρόβλημα αυτό, γιατί είναι ένα πρόβλημα για το οποίο εσείς οι Ελληνες πολιτικοί θα πρέπει να ντρέπεστε διότι αφήσατε από το 1944 να αιωρείται το όνομα Μακεδονία,έστω και στα πλαίσια της Γιουγκοσλαυίας». Του διεμήνυσα, λοιπόν, ότιήρθε η στιγμή της εθνικής αποκατάστασης.
«Αύριο στο Υπουργικό Συμβούλιο να θέσεις για πρώτη φορά το θέμα του ονόματος. Διότι αν δεν το θέσεις, θ’ αποκαλύψω γράμματα και μπροσούρες που μιλάνε για Μεγάλη Μακεδονία». Μου λέει, «μην το συζητάς, εάν το κάνουμε θα απομονωθούμε διεθνώς». «Υπάρχει», πρόσθεσα, «και ένας άλλος λόγος πιο σοβαρός ακόμα. Ότι αυτή τη στιγμή που πηγαίνουμε σε εθνική διάλυση, το εθνικό κύτταρο δεν λειτουργεί. Όλα διαλύονται καθημερινά. Αυτός είναι ένας στόχος που μπορεί να συσπειρώσει σήμερα. Σ’ όλη αυτή την πολιτική που ασκείται στον λαϊκισμό, ας προτάξουμε και ένα ιδανικό μπροστά, να συσπειρωθούμε όλοι μαζί».
Μου απάντησε «αυτή την ατιμία δεν πρόκειται να την κάνω ποτέ στον ελληνικό λαό. Είναι κάτι που δεν το πιστεύω. Θα μας απομονώσει. Και σε παρακαλώ πολύ, αύριο στο Υπουργικό Συμβούλιο να μην επιμείνεις. Άσε να κάνω την εισήγηση και σε παρακαλώ πολύ να μη θέσεις τέτοιο θέμα. Γιατί το θεωρώ ανώριμο και δεν προχωρεί».
Την επομένη στο Υπουργικό Συμβούλιο είδε ότι ήμουν συνοφρυωμένοςκαι είχα αποφασίσει να μιλήσω. Είπε ότι σήμερα θα αποφασίσουμε για τις οδηγίες που θα δώσουμε στον Αντώνη Σαμαρά στις Βρυξέλλες και θα επιδιώξουμε να γίνει θέση της Κοινότητας.
Ποιες είναι αυτές;
1) Όρος, ότι τα Σκόπια θα πρέπει να σταματήσουν την ανθελληνική προπαγάνδα και να απαλείψουν τα επιλήψιμα σημεία από το Σύνταγμά τους. «Συμφωνείτε;». «Συμφωνούμε», απάντησαν οι υπουργοί. Πάει αυτό, κλείσαμε. «Μια στιγμή, κ. πρόεδρε», του λέει ο ΑθανάσιοςΚανελλόπουλος. «Τι συμβαίνει, Θανάση;» «Υπάρχει ένα δεύτερο σημείο που θα πρέπει να προσθέσουμε». «Ποιο είναι;». «Το θέμα της εθνικότητας». «Γιατί δεν υπάρχει μακεδονική εθνικότητα. Εδώ πρόκειται για παραμόρφωση της Ιστορίας. Συμφωνείτε;». Συμφωνούμε.
Δύο λοιπόν όροι. Ζητάω ξαφνικά τον λόγο. «Μίκη, περί τίνος πρόκειται;». «Υπάρχει ένα τρίτο σημείο, κύριε πρόεδρε». «Ποιο;». «Το όνομα Μακεδονία». «Τι εννοείς;». Και πήγε να το κλείσει. Οι υπουργοί όμως επέμεναν να μιλήσω. Αναπτύσσω λοιπόν τις απόψεις μου: Το όνομα Μακεδονία είναι το όχημα, με το οποίο περνάνε την προπαγάνδα τους.Λέγοντας ότι είναι Μακεδόνες, όλη η Μακεδονία, η Βόρειος Ελλάδα είναι υπό ελληνική κατοχή!
Δηλαδή η ουσία είναι εκεί. Έγινε μια ασχήμια πενήντα ολόκληρα χρόνια, ας κάνουν την αυτοκριτική τους εκείνοι που το δέχτηκαν, αλλά από δω και μπρος πρέπει να αρχίσουμε μια νέα ιστορία. Είμαστε υπεύθυνοι μπροστά στον ελληνικό λαό. Να τελειώσει η καπηλεία. Ενθουσιάζονται οι υπουργοί και λένε «κύριε πρόεδρε συμφωνούμε». Τι να κάνει ο Μητσοτάκης, είπε «γράψτε και Μακεδονία». Έτσι προστέθηκε το «Μακεδονία».
Βέβαια τότε δεν μπορούσα να προβλέψω την αντίδραση της διεθνούς κοινής γνώμης στο αυταπόδεικτο δίκαιό μας. Αντίθετα, ήμουν βέβαιος ότι η Ευρώπη και λόγω του ότι ήμασταν στην ΕΟΚ θα ενίσχυε το αίτημά μας. Όπως επίσης δεν μπορούσα να προβλέψω ότι ένα τόσο ευαίσθητο εθνικό θέμα θα γινόταν αντικείμενο μιας άγριας και τόσο επιζήμιας εθνικά κομματικής εκμετάλλευσης.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα σύγχυσης και εσωκομματικών αντιπαραθέσεων κι ενώ το αίτημα για κάθαρση είχε καταλαγιάσει, υπέβαλα την παραίτησή μου από το υπουργικό αξίωμα για να παραιτηθώ στη συνέχεια και από το βουλευτικό.
Αυτή είναι η ιστορική αλήθεια που σκεπάστηκε, γιατί για το πάντοτε άγρυπνο και κυρίαρχο Σύστημα της Εθνικοφροσύνης ήταν απαράδεκτο για έναν αριστερό να προβάλει και τελικά να επιβάλει την πατριωτική αντιμετώπιση αυτού του τόσο κρίσιμου εθνικού προβλήματος για το οποίο ήσαν υπεύθυνες όλες οι κυβερνήσεις από το 1944 έως σήμερα. Γιατί και σήμερα ακόμα οι κυβερνώντες ουσιαστικά σύρονται από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ σ’ αυτή την αναζωπύρωση του θέματος αυτού γνωρίζοντας, όπως όλος ο κόσμος, ότι πίσω της κρύβεται η επιδίωξη να γίνουν τα Σκόπια μέλος του ΝΑΤΟ…
Και κλείνω σημειώνοντας ότι η απόφαση εκείνου του Υπουργικού Συμβουλίου υπήρξε το όχημα που οδήγησε στην απόφαση του συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών στα 1992 να αρνηθεί η Ελλάδα το όνομα «Μακεδονία» στα Σκόπια.
Αθήνα, 19.1.2018»
Το άρθρο του αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών, Γιώργου Κατρούγκαλου «Λύτρωση από τον αλυτρωτισμό»
«Το Mακεδονικό έπρεπε να είχε λυθεί από τη δεκαετία του ’90. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είχε δηλώσει – post factum – ότι υπήρχε εθνικά συμφέρουσα λύση («σύνθετη ονομασία»), αλλά δεν την έφερε στη Βουλή γιατί φοβόταν ότι δεν θα περνούσε από την κοινοβουλευτική του πλειοψηφία (στη συνέχεια, βεβαίως, ο κύριος Σαμαράς τον έβγαλε από το δίλημμα…). Έκτοτε συμβαίνει το εξής παράδοξο: η γειτονική χώρα δεν έχει ούτε κατά διάνοια την οικονομική, πολιτική ή στρατιωτική ισχύ να απειλήσει τη δική μας, το Ονοματολογικό όμως δηλητηριάζει συνεχώς τις διμερείς σχέσεις και την ατμόσφαιρα στην περιοχή. Λειτουργεί ως όχημα αλυτρωτισμού για τους ακραίους της άλλης πλευράς και, αντανακλαστικά, ως καύσιμο εθνικισμού για τους «δικούς» μας.
Γιατί τώρα; Γιατί, λόγω επώνυμων ευθυνών που δεν είναι η ώρα τώρα να αποδοθούν, ήδη η πλειονότητα των χωρών του ΟΗΕ έχει αναγνωρίσει την ΠΓΔΜ με το συνταγματικό της όνομα. Κάθε μέρα που περνά διαιωνίζει ως τετελεσμένο γεγονός τη χρήση του ονόματος αυτού, de jure ή de facto. Και τούτο παρά τη διαρκή αιμορραγία διπλωματικού κεφαλαίου, που θα μπορούσε να επενδυθεί με απείρως μεγαλύτερη απόδοση στα άλλα εθνικά θέματα. Και στην περίπτωση αυτή, συνεπώς, το τέλμα δεν είναι υπέρ των εθνικών μας συμφερόντων. Εμείς έχουμε αποδείξει ότι είμαστε κυβέρνηση που δεν παραδίδεται στην αδράνεια, αλλά θέλει να επιλύει χρονίζοντα προβλήματα, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, από τη σαρία έως τους δασικούς χάρτες και το Κτηματολόγιο. Πρέπει όμως να γίνει, επίσης, συνείδηση ότι επιδιώκουμε έντιμη συμφωνία, όχι μόνο για λόγους αποκατάστασης της Ιστορίας, αλλά και γιατί η σταθεροποίηση όλων των χωρών της περιοχής μας, συμπεριλαμβανομένων των Σκοπίων, και η υποστήριξη της ευρωπαϊκής και διεθνούς προοπτικής τους συνάδουν απολύτως και με τα δικά μας εθνικά συμφέροντα.
Ποια είναι, επομένως, η εθνικά συμφέρουσα λύση; Μια συμφωνία που θα περιλαμβάνει, αφενός, μια ονομασία γενικής χρήσης – erga omnes -, η οποία θα διακρίνει σαφώς το γειτονικό κράτος από την ιστορική, ελληνική Μακεδονία, θα ξεχωρίζει δηλαδή τη γεωγραφία από την ιστορία. Αφετέρου, θα εξαλείφει κάθε εστία αλυτρωτισμού, με την έννοια της αμφισβήτησης των συνόρων, σε όλες τις κρατικές πρακτικές. Ορθά τόνισε σχετικά ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ότι, υπό την άποψη αυτή, το Μακεδονικό δεν είναι μόνο θέμα σεβασμού της Ιστορίας, αλλά και θέμα σεβασμού του διεθνούς δικαίου. Είναι, βέβαια, αυτονόητο και ότι οποιαδήποτε λύση δεν μπορεί παρά να αποτελεί έναν έντιμο συμβιβασμό, που θα λαμβάνει υπόψη και την υποκειμενική αίσθηση ταυτότητας που έχει δημιουργηθεί μεταπολεμικά στους γείτονες.
Υπάρχει «παράθυρο ευκαιρίας» για παρόμοια συμφωνία; Χωρίς τίποτα να είναι δεδομένο, για πρώτη φορά έπειτα από δεκαετίες, ναι, υπάρχει. Αυτό δεν οφείλεται μόνο στην απομάκρυνση της νέας κυβέρνησης της ΠΓΔΜ από την άγονη εθνικιστική πολιτική των προηγούμενων κυβερνήσεων, αλλά και στην ενεργητική και συστηματική εκ μέρους μας διπλωματική προσπάθεια. Έξι διαπραγματευτικοί κύκλοι έχουν διεξαχθεί για την ενίσχυση της διαφάνειας και της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και ήδη η συζήτηση έχει αναβαθμιστεί σε επίπεδο υπουργών Εξωτερικών. Η μπάλα, βεβαίως, βρίσκεται κυρίως στο γήπεδο της άλλης πλευράς. Πρέπει να αποδείξει στην πράξη ότι εννοεί όσα μέχρι σήμερα έχουν ειπωθεί στα λόγια.
Ποιος δεν θέλει λύση; Οσοι έχουν τον πατριωτισμό επάγγελμα, όσοι φοβούνται ότι θα αποκαλυφθούν άλυτες εσωτερικές τους αντιθέσεις, όσοι απλώς θέλουν να ψαρέψουν στα θολά νερά διχάζοντας τον ελληνικό λαό. Είναι ολοφάνερο ότι όσοι προσπαθούν να μεταθέσουν τη συζήτηση από τη λογική στο θυμικό, από τον πατριωτισμό στην πατριδοκαπηλία, όσοι χαρακτηρίζουν «συριζοκομιτατζήδες» αυτούς που επιδιώκουν την εθνική λύση, υπερασπίζονται άλλα, ιδιοτελή συμφέροντα, και όχι τα εθνικά. Το Μακεδονικό όμως απαιτεί ομοψυχία, η οποία δεν πρέπει να υπονομευθεί από μισαλλοδοξία και ακρότητες που στο παρελθόν οδήγησαν σε διχασμούς και εθνικές ήττες.
Ένα είναι το διακύβευμα: όλοι οι λογικά σκεπτόμενοι Έλληνες να ενεργήσουμε εθνικά».