Με Άποψη

Μέτρα στήριξης χωρίς μέτρο;


Ενώ η κυβέρνηση εξαντλεί τα όρια αντοχών του κρατικού προϋπολογισμού προσπαθώντας να αντιμετωπίσει την κρίση που προκαλεί η πανδημία, η αξιωματική αντιπολίτευση «απαντά» με ένα σχέδιο που περιλαμβάνει προτάσεις μέτρων συνολικού κόστους 30 δισ. ευρώ – περίπου 15% του ΑΕΠ.

Το αποκαλεί «ολιστικό και κοστολογημένο». Ομως τα οικονομικά και οι αριθμοί δεν ήταν ποτέ τα «δυνατά χαρτιά» του ΣΥΡΙΖΑ.

Του ΓΡΗΓΟΡΗ ΣΑΜΠΑΝΗ*

Αν δεν βλέπαμε στο ημερολόγιο ότι βρισκόμαστε στο έτος 2020, θα είχαμε την εντύπωση ότι έχουμε γυρίσει πίσω στον Σεπτέμβριο 2014 και στο πολυσυζητημένο «Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης». Τότε που ο ΣΥΡΙΖΑ υποσχόταν να μοιράσει στους πάντες τα πάντα από ένα χρεοκοπημένο προϋπολογισμό.

Τώρα, από την ασφάλεια που του δίνει η θέση του στην αντιπολίτευση,  επανέρχεται σε λογική «Προγράμματος Θεσσαλονίκης», προτείνοντας μέτρα και παρεμβάσεις υψηλού κόστους πέρα από τις δυνατότητες του κρατικού προϋπολογισμού και των δυνατοτήτων χρηματοδότησης της χώρας.

 Στο δρόμο των ελλειμμάτων

Όπως και αν έχει κατανείμει το οικονομικό επιτελείο του ΣΥΡΙΖΑ τα μέτρα και το κόστος αυτού του πακέτου, είναι προφανές ότι κινείται εκτός πραγματικότητας. Ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι αυτό το 15% του ΑΕΠ αφορά μόνο κατά 5% άμεσο δημοσιονομικό κόστος και το υπόλοιπο 10% αποτελεί κρατικές εγγυήσεις για δάνεια σε επιχειρήσεις, τα ποσά αυτά οδηγούν σε βαθιά ελλειμματική διαχείριση και δημιουργούν μεγάλο πρόσθετο αφανές χρέος (εγγυήσεις).

Αν υποθέταμε ότι αύριο το πρωί, με ένα μαγικό τρόπο, τέτοιες εξαγγελίες γίνονταν επίσημη κυβερνητική πολιτική στην Ελλάδα, θα έπρεπε να βρεθεί και ένας τρόπος να χρηματοδοτηθούν. Στην αγορά ομολόγων είναι βέβαιο ότι δεν θα βρίσκαμε πρόθυμους επενδυτές να χρηματοδοτήσουν αυτά τα ογκώδη ελλείμματα, που θα δημιουργούσαν άμεσο κίνδυνο εκτροχιασμού της βιωσιμότητας του χρέους.

Τι θα έμενε; Μόνο μια προσφυγή στους Ευρωπαίους εταίρους για ένα ακόμη δάνειο διάσωσης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας.

Θα είχε πολύ ενδιαφέρον η διαπραγμάτευση για αυτό το δάνειο, όταν προηγουμένως η ελληνική κυβέρνηση θα είχε τινάξει στον αέρα κάθε υπολογισμό για τη βιωσιμότητα του χρέους και, ακολούθως, θα ζητούσε από τους Ευρωπαίους να το χρηματοδοτήσουν.

Δεν είμαστε Γερμανία...

Για να στηρίξουν τα προτεινόμενα στο σχέδιο τους, οι επιτελείς του ΣΥΡΙΖΑ επικαλούνται μεταξύ άλλων το παράδειγμα της Γερμανίας. «Η Γερμανία», λένε, «στηρίζει την οικονομία της με μέτρα που κοστίζουν 50% του ΑΕΠ».

Ποια είναι η πραγματικότητα; Ναι, η γερμανική κυβέρνηση προσφέρει τεράστια στήριξη στην οικονομία της. Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Bruegel, οι άμεσες δαπάνες του γερμανικού προγράμματος στήριξης αντιστοιχούν σε 4,4% του ΑΕΠ, οι αναβολές πληρωμών (φόρων – εισφορών) σε 14,6% του ΑΕΠ και οι παροχές ρευστότητας και εγγυήσεων σε 32,2% του ΑΕΠ. Αν όλα αυτά αθροισθούν (κακώς, γιατί αποτελούν πολύ διαφορετικά μέτρα, αλλά αυτό είναι άλλη συζήτηση) φθάνουμε πράγματι σε 51,2% του ΑΕΠ.

Τι είναι όμως αυτό που (κάνει ότι) δεν βλέπει ο ΣΥΡΙΖΑ;

Αντιπαρέρχεται το βασικό: Οτι αυτό το τεράστιο όντως πακέτο μέτρων προέρχεται από ένα κράτος που για χρόνια είχε πλεονασματικούς προϋπολογισμούς, έχει πολύ χαμηλό δημόσιο χρέος, κορυφαία πιστοληπτική αξιολόγηση και δανείζεται με αρνητικά επιτόκια για πολύ μεγάλες χρονικές περιόδους. Και όλα αυτά στο πλαίσιο μιας οικονομίας που αποτελεί την «ατμομηχανή» της Ευρώπης.

Αυτά τα πλεονεκτήματα επιτρέπουν στη Γερμανία να προσφέρει μέτρα στήριξης που δεν είναι σημαντικότερα μόνο από τα αντίστοιχα ελληνικά, αλλά ξεπερνούν κατά πολύ εκείνα της Γαλλίας και της Ισπανίας.

Στη Γαλλία οι παρεμβάσεις στήριξης της οικονομίας περιλαμβάνουν άμεσες δαπάνες 1,2% του ΑΕΠ, αναβολές πληρωμών  9.4% και παροχές ρευστότητας 12.5% του ΑΕΠ. Η Ισπανία, που βρίσκεται σε πολύ καλύτερη δημοσιονομική θέση από την Ελλάδα και έχει πληγεί περισσότερο από την πανδημία, λαμβάνει μέτρα αντιστοιχούν σε 2,7% του ΑΕΠ (χωρίς να υπολογίζονται οι ενισχύσεις ρευστότητας).

Σύμφωνα με στοιχεία της Κομισιόν, τα δημοσιονομικά μέτρα των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων αντιστοιχούν ως τώρα σε 2% του ΑΕΠ. Η μέχρι πρόσφατα χρεοκοπημένη και επιτηρούμενη Ελλάδα δίνει συγκριτικά πολύ περισσότερα για τη στήριξη της οικονομίας, των εργαζομένων και της κοινωνίας: Τα μέτρα που έχει ανακοινώσει η κυβέρνηση, αντιστοιχούν σε 3,5% του ΑΕΠ.  Σ' αυτά πρέπει να προστεθούν 2 δισ. ευρώ από κοινοτικά κονδύλια για την παροχή εγγυήσεων δανεισμού σε επιχειρήσεις.

Το μόνιμο αντιπολιτευτικό μοτίβο

Οπως γίνεται πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις, η αντιπολίτευση τα χαρακτηρίζει “ανεπαρκή”, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις δημοσιονομικές δυνατότητες
 Ομως, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι τα μέτρα αντιστοιχούν στο 3,5% του ΑΕΠ, δηλαδή ακριβώς στο ποσοστό του πρωτογενούς πλεονάσματος που θα ήμασταν υποχρεωμένοι να εμφανίσουμε φέτος, αν δεν είχαν ανασταλεί οι σχετικοί κανόνες.

Η κυβέρνηση εξαντλεί το πλεόνασμα του 2020 για να στηρίξει την οικονομία, αποφεύγει όμως να μπει σε ελλειμματική διαχείριση. Επειδή γνωρίζει ότι δεν μπορεί στην παρούσα φάση, αυτά τα ελλείμματα να τα χρηματοδοτήσει με εκδόσεις ομολόγων (η αγορά ομολόγων έχει κλείσει προσωρινά για την Ελλάδα). Γνωρίζει επίσης ότι αν χρησιμοποιούσε από τώρα το «μαξιλάρι» ρευστότητας για να χρηματοδοτήσει την πολιτική της, θα έστελνε ένα πολύ κακό μήνυμα στην αγορά ομολόγων.

Ευρωπαϊκή συνδρομή

 Πώς σκοπεύει η κυβέρνηση να εξασφαλίσει χρηματοδότηση χωρίς περαιτέρω επιπλοκές; Η φόρμουλα θα διαμορφωθεί με βάση την την έκβαση της διαπραγμάτευσης στο Eurogroup, στην οποία ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε ενεργό ρόλο, υποστηρίζοντας εξαρχής την πρωτοβουλία για τα ευρωομόλογα ειδικού σκοπού (corona bonds).

Η Ελλάδα θα μπορέσει να επωφεληθεί από την τελική συμφωνία και δεν θα χρειασθεί να ξεχωρίσει αρνητικά, ως μια χώρα που βρίσκεται σε δυσχέρειες και ξοδεύει το «μαξιλάρι».

Ολα αυτά συνθέτουν  μιά συνεκτική πολιτική αντιμετώπισης της κρίσης: Η κυβέρνηση εξαντλεί κάθε δημοσιονομική δυνατότητα στήριξης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, φροντίζοντας όμως να τηρεί δημοσιονομικές ισορροπίες, να μην διαταράσσει τις σχέσεις με τους εταίρους μας και να καλύπτει τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας με κοινά ευρωπαϊκά εργαλεία, χωρίς να διατρέχουμε τον κίνδυνο να ξεχωρίσουμε και πάλι ως η αδύναμη χώρα της ευρωζώνης, που θα γινόταν εύκολη λεία της αγοράς ομολόγων και θα έμπαινε πάλι σε περιπέτειες.

*Οικονομολόγος, πρώην στέλεχος τραπεζών

--------------------------------------------------------------------------------------
Τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν προσωπικές απόψεις των αρθρογράφων

Διαβαστε επισης