Αγορές

Μεγάλο «ξεφόρτωμα» στα ομόλογα, ανεβαίνει το κόστος δανεισμού


Με ένταση συνεχίζεται το «ξεφόρτωμα» ελληνικών ομολόγων από ξένους επενδυτές, σε διεθνές περιβάλλον εξαιρετικά δυσμενές για τα ομόλογα, με αποτέλεσμα να έχει αυξηθεί σημαντικά το θεωρητικό κόστος δανεισμού του Δημοσίου, παρά το γεγονός ότι μόλις πρόσφατα η Ελλάδα ανέκτησε την επενδυτική βαθμίδα.

Είναι χαρακτηριστικό ότι στη σημερινή διαπραγμάτευση η απόδοση του 10ετούς ελληνικού ομολόγου εκτινάχθηκε έως και στο 4,45%, στα υψηλότερα επίπεδα από τα τέλη Φεβρουαρίου. Αμέσως πριν ανακοινωθεί η αναβάθμιση από την DBRS, η απόδοση διαμορφωνόταν στο 3,93%, δηλαδή έχει σημειώσει μια άνοδο που ξεπερνά τις 50 μονάδες βάσης.

Το μόνο «παρήγορο» σήμερα, επισημαίνουν αναλυτές, είναι σε αυτό το γενικό «ξεφόρτωμα» ομολόγων που βρίσκεται σε εξέλιξη στις διεθνείς αγορές, η Ελλάδα δεν βρίσκεται στη χειρότερη θέση της ευρωζώνης, όπως συνέβαινε στο παρελθόν. Τα ιταλικά δεκαετή σφυροπούνται πολύ πιο έντονα, με την απόδοσή τους σήμερα να ανεβαίνει στο 4,95%, καθώς η κυβέρνηση Μελόνι αποφάσισε να μπει σε τροχιά σύγκρουσης με τις αγορές και τις Βρυξέλλες, ανακοινώνοντας ότι θα διατηρήσει έλλειμμα υψηλότερο από 3% το 2024 για να υποστηρίξει την οικονομική δραστηριότητα.

Ειδικά για τα ελληνικά ομόλογα, αναλυτές τονίζουν ότι έχουν βρεθεί στο στόχαστρο ρευστοποιήσεων μετά την αναβάθμιση της χώρας επειδή είχαν αφήσει μεγάλες υπεραξίες στους επενδυτές όσο «παιζόταν το στοίχημα» της επικείμενης αναβάθμισης και πλέον αρκετοί ρευστοποιούν κέρδη. Είναι χαρακτηριστικό ότι η JP Morgan, σε σημείωμα που εξέδωσε τη Δευτέρα, προέτρεπε τους πελατές της να πάρουν τα κέρδη τους από τα ελληνικά ομόλογα, αν και σημείωνε ότι η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε καλή πορεία και τα ομόλογα δεν χάνουν την επενδυτική τους ελκυστικότητα.

Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, στην τριμηνιαία έκθεση που δημοσίευσε σήμερα, «προσγειώνει» τις προσδοκίες για άμεση συγκράτηση του κόστους δανεισμού του Δημοσίου χάρη στην ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. Όπως τονίζει,

  • Ιδιαίτερα θετική εξέλιξη ήταν η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας του ελληνικού δημόσιου χρέους από τον οίκο αξιολόγησης DBRS Morningstar που κατέστησε τα ελληνικά ομόλογα επιλέξιμα για τη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ χωρίς την ανάγκη της εξαίρεσης (waiver) και ταυτόχρονα αυξάνει την ρευστότητα που μπορούν να αντλήσουν οι ελληνικές τράπεζες χρησιμοποιώντας ως ενέχυρο τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου.
  • Η αναβάθμιση αποτελεί αναγνώριση της ανθεκτικότητας και των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας που ενισχύθηκε περαιτέρω από τις θετικές αξιολογήσεις που ακολούθησαν (R&I, Scope και Moody’s). Ως συνέπεια της αναβάθμισης αναμένεται να διευρυνθεί η βάση των αγοραστών των ελληνικών κρατικών ομολόγων ενώ, μεσοπρόθεσμα, θα μειωθεί το πριμ κινδύνου των ιδιωτικών επενδύσεων στην ελληνική οικονομία.
  • Σημειώνουμε, ωστόσο, πως δεν αναμένεται κάποια σημαντική επίδραση στα επιτόκια δανεισμού του ελληνικού δημοσίου καθώς φαίνεται πως η αναβάθμιση είχε ήδη προεξοφληθεί στις αγορές κρατικών ομολόγων.

Το πρόβλημα που απασχολεί σοβαρά τα στελέχη του ΟΔΔΗΧ, τα οποία χαράζουν τη στρατηγική για τον δανεισμό της χώρας το 2024, είναι ότι το επενδυτικό περιβάλλον για τα ομόλογα διεθνώς δεν αναμένεται να βελτιωθεί σύντομα, καθώς οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες, Fed και ΕΚΤ, δείχνουν σκληρή στάση έναντι του πληθωρισμού και δεσμεύονται ότι θα κρατήσουν τα επιτόκια πολιτικής στα σημερινά, υψηλά επίπεδα για μεγάλη χρονική περίοδο και μέχρι να υποχωρήσει ο πληθωρισμός κοντά στους στόχους τους.

Αυτό σημαίνει ότι, παρόλο που η Ελλάδα δεν θα έχει μεγάλες δανειακές ανάγκες το 2024 (υπολογίζεται ότι θα αντλήσει 7 - 9 δισ. ευρώ), το κόστος δανεισμού του Δημοσίου θα είναι υψηλότερο από όσο αναμενόταν μέχρι πρόσφατα, προσθέτοντας μια νέα πίεση στην εξίσωση βιωσιμότητας του χρέους και γενικότερα στα δημόσια οικονομικά, που ήδη επιβαρύνονται από το υψηλό κόστος αποκατάτασης των ζημιών από πλημμύρες και πυρκαγιές.

Το σημαντικό, τονίζουν αναλυτές, για να μην έχει και η Ελλάδα περιπέτειες με την αγορά ομολόγων όπως αυτές που βλέπουμε τώρα στην Ιταλία είναι να κατατεθεί ένας προϋπολογισμός που θα διατηρεί τον στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα άνω του 2% το 2024 και θα χαρακτηρίζεται από αξιοπιστία, όσον αφορά την εκτιμώμενη αποτελεσματικότητα των μέτρων που θα περιλαμβάνει. Το Γραφείο Προϋπολογισμού τονίζει ότι προϋπόθεση για να μην χρειασθεί να αναζητηθούν πρόσθετα έσοδα με έκτακτα ή μόνιμα μέτρα θα είναι να καλυφθεί το μεγαλύτερο μέρος του κόστους από ευρωπαϊκούς πόρους και να μοιρασθεί σε περισσότερες από μία χρονιές η δαπάνη για στήριξη των πληγέντων.

Σε κάθε περίπτωση, το κλίμα που επικρατεί διεθνώς είναι πολύ βαρύ και είναι χαρακτηριστικό ότι το αμερικανικό 10ετές ομόλογο, που δίνει τον τόνο στις αγορές, έχει βρεθεί σε υψηλό 10ετίας, όσον αφορά την απόδοσή του, η οποία σήμερα πλησίασε και το 4,7%. Οι επενδυτές, όπως λένε αναλυτές, προσαρμόζονται σε μια νέα πραγματικότητα, καθώς οι μειώσεις επιτοκίων θα είναι λιγότερες το 2024 από τη Fed και θα έλθουν πιο αργά από όσο αναμενόταν.