Κατοικούν στην ίδια πόλη και στην ίδια γειτονιά, αλλά δεν έχουν κανένα κοινό. Η οικονομική ανισότητα έχει «κτίσει ένα τείχος μεταξύ τους». Σύμφωνα με την παλαιότερη έρευνα “Distant Neighbours” του Βρετανικού think tank NEF, το Λονδίνο αποτελεί τυπικό παράδειγμα μεγαλούπολης όπου παρατηρούνται έντονα τέτοια φαινόμενα.
Πιο συγκεκριμένα, η έρευνα επικεντρώνεται στην περιοχή του Ισλινγκτον, μια περιφέρεια του Βόρειου Λονδίνου, στην οποία διαπιστώνονται ακραίες ανισότητες και πολύ χαμηλός βαθμός κοινωνικής κινητικότητας.
Το Ίσλινγκτον φαίνεται να είναι χωρισμένο σε δύο ζώνες. Από τη μια, άνθρωποι με υψηλά εισοδήματα, που ιδιοκατοικούν σε μία από τις ακριβότερες περιοχές του Λονδίνου και από την άλλη άποροι, οι οποίοι φιλοξενούνται σε σπίτια που παρέχονται από τον Δήμο.
Τα στοιχεία είναι εντυπωσιακά. Οι εισοδηματικές διαφορές είναι χαώδεις, καθώς η πρώτη κοινωνική ομάδα έχει μέσο ετήσιο εισόδημα 78.000 λίρες, ενώ η δεύτερη περίπου 15.500. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την πλήρη περιθωριοποίηση των κατώτερων στρωμάτων, τα οποία δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν ούτε τις ακριβές υποδομές της περιοχής.
Είναι αξιοσημείωτο επίσης, ότι απουσιάζει πλήρως η μεσαία τάξη, καθ’ ότι αδυνατεί να αντέξει τα ακριβά ενοίκια.
Αυτή η τάση φαίνεται ότι θα συνεχιστεί εντεινόμενη ως το 2020, όταν προβλέπεται ότι μόνο όσοι ανήκουν στο 1% των υψηλότερων εισοδημάτων θα μπορούν να αντέξουν τις συνεχώς αυξανόμενες τιμές των κατοικιών στο Ίσλινγκτον, ενώ οι φτωχές οικογένειες θα συνεχίσουν να μένουν στους δημοτικούς ξενώνες, ακόμα περισσότερο περιθωριοποιημένες.
Η διαμορφωμένη αυτή κατάσταση επιφέρει σημαντικές κοινωνικές επιπτώσεις. Οι άνθρωποι των χαμηλότερων εισοδηματικά τάξεων νιώθουν υποδεέστεροι των πλούσιων γειτόνων τους, ενώ οι δεύτεροι εκφράζουν ανησυχίες για την ασφάλειά τους.
Επιπλέον, σύμφωνα με έρευνες, κοινωνίες μεγάλων ανισοτήτων σαν αυτή του Ίσλινγκτον αντιμετωπίζουν υψηλά επίπεδα ασθενειών που σχετίζονται με το άγχος και άλλα ψυχικά νοσήματα.
Υπάρχουν όμως και οικονομικές συνέπειες. Η συμβουλευτική εταιρία Boston εκτίμησε ότι η ανισότητα και τα χαμηλά επίπεδα κοινωνικής κινητικότητας στη Βρετανία κοστίζουν 140 δισ. λίρες ετησίως σε χαμένη παραγωγικότητα.