Οικονομία

Κληρονομιά χρέους 50 δισ. αφήνει πίσω του ο Covid-19


Ένα μεγάλο «βαρίδι» στο δημόσιο χρέος, της τάξης των 50 δισ. ευρώ (27% του ΑΕΠ), αφήνει πίσω της η πανδημία, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία ανάβει απερίφραστα «κόκκινο φως» στους σχεδιασμούς της κυβέρνησης να ζητήσει από τους Ευρωπαίους μείωση του μεσοπρόθεσμου στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα, υπογραμμίζοντας ότι δεν υπάρχουν περιθώρια για δημοσιονομική χαλάρωση.

Η Τράπεζα της Ελλάδος υπογραμμίζει, στην τελευταία έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική, ότι η πανδημία έχει προκαλέσει μεγάλη αλλαγή στους υπολογισμούς για το δημόσιο χρέος. Πλέον, εκτιμάται ότι το 2030 η σχέση χρέους/ΑΕΠ θα είναι 27 μονάδες υψηλότερη σε σχέση με τις εκτιμήσεις που γίνονταν πριν την πανδημία, δηλαδή πρόκειται για ένα πρόσθετο «φορτίο» της τάξεως των 50 δισ. ευρώ.

Η ΤτΕ σφυρίζει... οφσάιντ για τις θέσεις της κυβέρνησης, όπως έχουν εκφρασθεί κατά καιρούς και αναμένεται να συζητηθούν με τους Ευρωπαίους στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης για τους δημοσιονομικούς στόχους. Σημειώνει ότι το βασικό κριτήριο βιωσιμότητας του χρέους είναι οι ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες, που δεν θα πρέπει να υπερβαίνουν το 15% του ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια. 

«Σύμφωνα με αυτό το κριτήριο», τονίζει η Τράπεζα της Ελλάδος, «οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα υπό τα διαφορετικά δυσμενή σενάρια είναι σαφώς αυξημένοι, εξαλείφοντας οποιοδήποτε περιθώριο χαλάρωσης των υποθέσεων για πρωτογενή πλεονάσματα».

 Οι χρηματοδοτικές ανάγκες

Όπως αναφέρεται, ειδικότερα, στην έκθεση, σύμφωνα με τις επικαιροποιημένες εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, η μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους παραμένει διασφαλισμένη. Ωστόσο,

  • Εξαιτίας της μειωμένης οικονομικής δραστηριότητας στο πλαίσιο της πανδημίας, των έκτακτων δημοσιονομικών μέτρων την περίοδο 2020-22 (συνολικού ύψους 37,6 δισεκ. ευρώ) και του πρόσθετου δανεισμού από ευρωπαϊκούς πόρους (RRF, SURE), τόσο το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ όσο και οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου έχουν επιβαρυνθεί σημαντικά σε σχέση με το προ της πανδημίας βασικό σενάριο προβλέψεων.
  • Πιο συγκεκριμένα, ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ αναμένεται να διαμορφωθεί το 2030 σε 138% του ΑΕΠ (περίπου 27 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερα σε σχέση με τις προ πανδημίας εκτιμήσεις). Παράλληλα, υπό την προϋπόθεση ότι θα διατηρηθούν τα ταμειακά διαθέσιμα σε υψηλό επίπεδο, οι ετήσιες ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες την επόμενη δεκαετία κυμαίνονται πλέον κατά μέσο όρο περίπου 3 ποσ. μον. του ΑΕΠ υψηλότερα σε σχέση με τις προ της πανδημίας προβλέψεις, παραμένοντας όμως χαμηλότερες από το επίπεδο αναφοράς 15% του ΑΕΠ.

Η βιωσιμότητα

Από την ανάλυση ευαισθησίας του βασικού σεναρίου, υπογραμμίζει η ΤτΕ, προκύπτουν τα εξής βασικά συμπεράσματα:

  • Η πτωτική δυναμική του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ δεν διαταράσσεται μεσοπρόθεσμα υπό τα δυσμενή μακροοικονομικά και δημοσιονομικά σενάρια, γεγονός που αποτελεί ένδειξη της ανθεκτικότητας του δημόσιου χρέους σε αρνητικές διαταραχές.
  • Αυτό οφείλεται πρωτίστως στην ευνοϊκή σύνθεση του δημόσιου χρέους, που αποτελείται κατά 99% από χρέος σταθερού επιτοκίου και κατά 77% από υποχρεώσεις προς τον επίσημο τομέα, αλλά και στη μεγάλη διάρκεια αποπληρωμών, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί στο πλαίσιο των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους.
  • Ειδικότερα στην περίπτωση της Ελλάδος, η μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών κρίνεται επιπλέον –τόσο από τις αγορές όσο και από τους υπευθύνους χάραξης πολιτικής– και με βάση το κριτήριο των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών. Σύμφωνα με αυτό το κριτήριο, οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα υπό τα διαφορετικά δυσμενή σενάρια είναι σαφώς αυξημένοι, εξαλείφοντας οποιοδήποτε περιθώριο χαλάρωσης των στόχων για πρωτογενή πλεονάσματα.