Ελλάδα

Καββαθάς για εξαγγελίες Μητσοτάκη: Η γεύση για τις ΜμΕ είναι γλυκόπικρη, χωρίς ορατό ορίζοντα βελτίωσης


«Ένα σημαντικό τμήμα της ελληνικής οικονομίας βρίσκεται ωστόσο εκτός της κύριας κυβερνητικής στόχευσης σχετικά με την καταπολέμηση των επιπτώσεων της ακρίβειας και αυτό το τμήμα είναι οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις».

Αυτό αναφέρει, μεταξύ άλλων, ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ Γιώργος Καββαθάς, μετά και τη σημερινή εξειδίκευση των μέτρων που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης, στη ΔΕΘ και σημειώνει: «η γεύση για την μικρομεσαία επιχειρηματικότητα είναι γλυκόπικρη, χωρίς ορατό ορίζοντα βελτίωσης».

Όπως σημειώνει, πιο αναλυτικά, ο κ. Καββαθάς:

«Είναι εμφανής η εστίαση στην βραχυπρόθεσμη και πιθανότατα προσωρινή ενίσχυση των εισοδημάτων και των επιπτώσεων της ακρίβειας, αλλά είναι ερωτηματικό πόσο έγκαιρα ελήφθησαν και πόσο επαρκή θα είναι.

Ένα σημαντικό τμήμα της ελληνικής οικονομίας βρίσκεται ωστόσο εκτός της κύριας κυβερνητικής στόχευσης σχετικά με την καταπολέμηση των επιπτώσεων της ακρίβειας και αυτό το τμήμα είναι οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις.

Τα κυβερνητικά μέτρα κινούνται σε προεκλογικούς ρυθμούς με ένα σημαντικό μέρος των εξαγγελιών να έχει επιδοματικό χαρακτήρα, ενώ στη συντριπτική τους πλειονότητα δεν τολμούν δομικού χαρακτήρα παρεμβάσεις.

Προφανώς στην εξελισσόμενη δύσκολη συγκυρία που ωστόσο δεν μπορεί να αποδίδεται εξ ολοκλήρου στις διεθνείς εξελίξεις κάθε παρέμβαση ενίσχυσης των εισοδημάτων, έμμεση ή άμεση είναι καλοδεχούμενη, ιδίως όταν αυτή η ενίσχυση κατευθύνεται σε κατηγορίες συμπολιτών μας με υψηλή οριακή ροπή προς κατανάλωση, όπως είναι οι χαμηλό-συνταξιούχοι και τα ευάλωτα νοικοκυριά. Ζητούμενο ωστόσο είναι κατά πόσο αυτά τα χρήματα θα «πέσουν» στην αγορά για να ανακόψουν την υφεσιακή τροχιά στην οποία έχουμε εισέλθει και δεν θα χρησιμοποιηθούν για να καλύψουν κυρίως μέρος της εξελισσόμενης κρίσης ιδιωτικού χρέους προς τράπεζες, παρόχους ενέργειας, αλλά και προς το ίδιο το Δημόσιο.

Η περίφημη μεσαία τάξη, οι άνθρωποι της παραγωγής και της εργασίας, οι άνθρωποι των μικρών επιχειρήσεων που στήριξαν την εκλογή Μητσοτάκη δεν άκουσαν παρά ελάχιστα από τον Πρωθυπουργό. Έδειξε να μην συμμερίζεται την ανασφάλεια για το παρόν και το μέλλον εκατοντάδων χιλιάδων «μικρομεσαίων», των οποίων οι προσδοκίες για το μέλλον παραμένουν χαμηλές λόγω της αβεβαιότητας που δημιουργεί η παράλληλη εξέλιξη της υγειονομικής, ενεργειακής και οικονομικής κρίσης.

Ακόμη και το πάγιο αίτημα των εκπροσώπων του χώρου για κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος δεν ικανοποιείται, καθώς συνδέεται με την αύξηση των θέσεων εργασίας. Αποκλείονται δηλαδή οι αυτοαπασχολούμενοι - ελεύθεροι επαγγελματίες καθώς και οι επιχειρήσεις που δεν πηγαίνουν καλά και πιθανότατα χρειάζονται οποιαδήποτε ελάφρυνση για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Επιπλέον οι κυβερνητικές εξαγγελίες δεν αγγίζουν πολύ κρίσιμα θέματα της αγοράς όπως η ρύθμιση χρέους προς τον ιδιωτικό τομέα, το Δημόσιο και τις τράπεζες ή η ενίσχυση της ρευστότητας ή τα αυξανόμενα λειτουργικά κόστη και κόστη πρώτων υλών των επιχειρήσεων.

Είναι χαρακτηριστικό ότι η Κυβέρνηση επέλεξε να μην εντάξει στον σχεδιασμό της ούτε πολύ καλές πρακτικές που η ίδια έδειξε ότι όταν θέλει, μπορεί να υλοποιήσει. Από πληθώρα στοιχείων έχει προκύψει ότι οι επιστρεπτέες προκαταβολές ήταν το μέτρο που αξιοποίησε η πλειονότητα των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων στο κρίσιμο κομμάτι της ρευστότητας κατά τη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης. Αναμφίβολα οι 7 κύκλοι των επιστρεπτέων προκαταβολών προσέφεραν ρευστότητα στις επιχειρήσεις και ιδιαίτερα στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις που διαχρονικά είναι «αποκλεισμένες» από το χρηματοπιστωτικό σύστημα, μετριάζοντας τις αρνητικές επιπτώσεις της πανδημίας. Συνεπώς είναι απόλυτα σκοπιμή η καθιέρωση του μοντέλου της επιστρεπτέας προκαταβολής, ως μόνιμο εργαλείο χρηματοδότησης αποκλειστικά για τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, ακολουθώντας τη λογική παράκαμψης των τυπικών μηχανισμών του τραπεζικού δανεισμού. Είναι ένα αίτημα που η ίδια η Κυβέρνηση έχει εκ των προτέρων νομιμοποιήσει, αλλά το τελευταίο τριήμερο έδειξε να μην είναι στις προτεραιότητές της.

Περιμέναμε και περιμένουμε περισσότερα. Για εμάς δεν είναι ζήτημα πολιτικής επιλογής, αλλά οικονομικής επιβίωσης».

Διαβαστε επισης