Στα «χέρια» της εφορίας μπορούν να πέσουν όσοι έχουν καταθέσεις που προέρχονται από πώληση ακινήτων και υπερβαίνουν το τίμημα το οποίο έχει δηλωθεί στην εφορία μέσω του συμβολαίου πώλησης που κατά τεκμήριο ισούται με την εκάστοτε αντικειμενική αξία του πωληθέντος περιουσιακού στοιχείου.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 παρ 2 του ν. 2238/1994, τα χρηματικά ποσά που προέρχονται από τη διάθεση περιουσιακών στοιχείων, καλύπτουν ή περιορίζουν την ετήσια τεκμαρτή δαπάνη του φορολογούμενου, της συζύγου του και των προσώπων που τους βαρύνουν.
Αυτό σημαίνει ότι εκτός από τον φόρο μεταβίβασης ο πωλητής δεν πληρώνει άλλο φόρο για την πώληση του ακινήτου του. Το τίμημα της πώλησης υποτίθεται ότι αποσβαίνει τα τεκμήρια διαβίωσης.
Το πρόβλημα ξεκινά από το γεγονός ότι τα χρόνια προ κρίσης οι εμπορικές αξίες ακινήτων, οικοπέδων, χωραφιών ήταν πολύ μεγαλύτερες από αυτές που προέκυπταν με βάση την αντικειμενική αξία.
Με βάση λοιπόν τον νόμο ο πωλητής δήλωνε την πώληση του ακινήτου με βάση την αντικειμενική αξία και τα επιπλέον χρήματα. Το πρόβλημα ξεκινά από το γεγονός αν τα χρήματα πλέον αυτών που προκύπτουν από την αντικειμενική αξία εντοπιστούν από το λογισμικό το οποίο έχει προμηθευτεί το ΣΔΟΕ και μπορεί να ελέγξει τις κινήσεις τραπεζικών λογαριασμών την περασμένη 12ετία.
Αν για παράδειγμα κάποιος έχει πουλήσει ένα ακίνητο το 2005 με εμπορική αξία 350.000 και από αυτά έχει δηλώσει στην εφορία μέσω του συμβολαίου πώλησης το τίμημα με βάση την αντικειμενική αξία, που είναι υποθετικά 100.000 ευρώ.
Αν λοιπόν ο αναδρομικός έλεγχος εντοπίσει σε κάποια τράπεζα τα επιπλέον 250.000 ευρώ για τα οποία ο πωλητής είναι ήσυχος ότι είναι αφορολόγητα λόγω του καθεστώτος που ισχύει για τα έσοδα από πώληση περιουσιακών στοιχείων, τότε μπορεί να βρεθεί πολύ άσχημα μπλεγμένος.
Τούτο διότι το επιπλέον τίμημα δεν θα αντιστοιχεί με τα χρήματα που έχει δηλώσει από το 2005 και εντεύθεν στην εφορία.
Το λογισμικό του ΣΔΟΕ δεν ξέρει και δεν μπορεί να ξέρει ότι τα χρήματα αυτά προήλθαν από πώληση ακινήτου, αφού δεν υπάρχουν σε κανένα παραστατικό που θα έχει υποβληθεί σε εφορία.
Συνεπώς, όπως σημειώνεται στο δημοσίευμα της enikonomia, θα θεωρηθεί φοροφυγάς και το ποσό θα φορολογηθεί με φόρο 33% αφού το επιπλέον ποσό θα χαρακτηριστεί αύξηση της περιουσίας και θα του επιβληθούν πρόστιμα και προσαυξήσεις που αντιστοιχούν από την χρονιά που αποκτήθηκε το «αδήλωτο» εισόδημα μέχρι και την ημέρα που πιάστηκε από τις διωκτικές υπηρεσίες.
Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να πληρώσει ακόμη και τα μισά από αυτά τα χρήματα (ο συνολικός φόρος μπορεί να φτάσει το 55%) για να το «νομιμοποιήσει».
O φορολογούμενος πριν πιαστεί από το ΣΔΟΕ, πρέπει να πάει στην εφορία του και να κάνει μια πρόσθετη δήλωση για το επιπλέον εισόδημα που είχε από την πώληση ακίνητης περιουσίας.
Το εισόδημα με βάση το νόμο είναι αφορολόγητο άρα δεν θα μπει στη διαδικασία των προστίμων και των προσαυξήσεων. Το μόνο που θα χρειαστεί να καταβάλει επιπλέον θα είναι ένα φόρο 3% στο σύνολο του ποσού ως πρόσθετο φόρο μεταβίβασης, που το είχε γλιτώσει αφού δεν το είχε δηλώσει στην εφορία.