Οικονομία

Καμπανάκι για το έλλειμμα από ΙΟΒΕ, φοβάται δημοσιονομική εκτροπή


Τον κίνδυνο νέας δημοσιονομικής εκτροπής λόγω της πανδημίας υπογραμμίζει το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών στην τριμηνιαία έκθεσή του, και καλεί την κυβέρνηση να επανέλθει το συντομότερο δυνατό σε πρωτογενή πλεονάσματα. Παράλληλα, υποβαθμίζει ελαφρώς τις προβλέψεις του για την ανάτπυξη το 2021, σημειώνοντας ότι όλα θα κριθούν από την πορεία του τουρισμού.

«Το τελευταίο μέρος της πανδημίας κρύβει τις μεγαλύτερες δυσκολίες», είναι ο τίτλος της ανάλυσης του ΙΟΒΕ για τις τρέχουσες οικονομικές εξελίξεις, η οποία περιλαμβάνει μια αρκετά ηχηρή προειδοποίηση για τον κίνδυνο ενός δημοσιονομικού εκτροχιασμού. Όπως τόνισε χαρακτηριστικά ο καθηγητής Νίκος Βέττας, γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ, «η Ελλάδα δεν είναι Φινλανδία, ούτε καν Ισπανία, γι' αυτό και είναι ύψιστης σημασίας για τη χώρα να μην μπει στο μυαλό κανενός ότι θα υπάρξει δημοσιονομική αστάθεια».

Ο κ. Βέττας υπογράμμισε ότι το έλλειμμα του 2020 έφθασε στο 10% και είναι πιθανό να κινηθεί στο ίδιο ποσοστό φέτος, εάν δεν υπάρξει κάποια αναστροφή της τάσης. Αυτό σημαίνει ότι, κατά κάποιον τρόπο, παγιώνονται και πάλι τα υψηλά ελλείμματα στην οικονομία.

Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά τις δημοσιονομικές εξελίξεις, το ΙΟΒΕ σημειώνει, μεταξύ άλλων, στην ανάλυσή του ότι:

  • Στην ελληνική οικονομία, η ύφεση κατά την προηγούμενη χρονιά υπήρξε βαθιά, με μέγεθος και χαρακτηριστικά που έχουν περιγραφεί ήδη στις προηγούμενες θέσεις του ΙΟΒΕ. Το πλήγμα σε κεντρικές περιοχές της οικονομίας όπως ο τουρισμός, η εστίαση και το λιανικό εμπόριο, καλύφθηκε σε σημαντικό βαθμό από τα μέτρα στήριξης προς εργαζόμενους και επιχειρήσεις, αναλόγως όμως το δημόσιο έλλειμμα έφτασε σε ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο, ενώ πιέσεις εμφανίζονται πλέον και στο εμπορικό ισοζύγιο της χώρας, κυρίως λόγω της υποχώρησης του τουρισμού και παρά την ανθεκτικότητα στη μεταποίηση και την υποχώρηση των εισαγωγών ενέργειας.
  • Η επαναφορά αυτή σε κατάσταση δίδυμων ελλειμμάτων, που χαρακτήρισαν και την προηγούμενη δεκαετή κρίση, αν και βέβαια για νέους εξωγενείς λόγους, δεν μπορεί παρά να προκαλεί ανησυχία.
  • Tο υψηλό επίπεδο δανεισμού μειώνει τους βαθμούς ελευθερίας εφεξής και απαιτεί καλό συντονισμό κυβερνήσεων και του πιστωτικού συστήματος.
  • Το δημοσιονομικό έλλειμμα, συνολικό αλλά και πρωτογενές, ήταν ιδιαίτερα υψηλό την περασμένη χρονιά. Αυτό συνέβη λόγω υποχώρησης των εσόδων αλλά ακόμη περισσότερο λόγω των διευρυμένων μέτρων υποστήριξης, με μεταβιβάσεις σε εργαζόμενους και επιχειρήσεις.
  • Τη δυνατότητα για χρηματοδότηση της οικονομίας μέσα από ένα τέτοιο υψηλό έλλειμμα, έδωσε κυρίως το πλαίσιο νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής στην Ευρωζώνη που προσέφερε ομπρέλα προστασίας για όλα τα μέλη της.
  • Χωρίς τις κινήσεις αρχικά της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και στη συνέχεια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι ιδιαίτερα αμφίβολο εάν μία οικονομία με τόσο υψηλό δημόσιο χρέος και πρόσφατο παρελθόν κρίσης χρηματοδότησης θα μπορούσε να δανείζεται από τις διεθνείς αγορές με χαμηλά επιτόκια. Ως εκ τούτου, και επειδή αυτή η προστασία δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη για πάντα, θα πρέπει να δρομολογηθεί πορεία της οικονομίας που να δείχνει πως βρίσκεται σε δημοσιονομική εξισορρόπηση.
  • H δημοσιονομική εξισορρόπηση θα είναι ιδιαίτερα δύσκολο και επώδυνο να επιτευχθεί εάν δεν ενισχυθούν οι πραγματικοί ρυθμοί μεγέθυνσης μεσοπρόθεσμα. Τα ελλείμματα είναι κρίσιμο να περιστέλλονται ήδη από την τρέχουσα χρονιά σταδιακά με αυστηρότερη επιλογή για επιδοτήσεις και ευνοϊκή φορολογική αντιμετώπιση. Η διοχέτευση ρευστότητας μέσω ελλειμμάτων από μόνη της δεν ευνοεί την οικονομία στον παρόντα χρόνο, όταν γίνεται πέρα από ό,τι είναι αναγκαίο. Η ελληνική οικονομία θα πρέπει να επανέλθει ήδη από την επόμενη χρονιά σε πρωτογενή πλεονάσματα τα οποία θα είναι συστηματικά αλλά όχι υπερβολικά, μεσοπρόθεσμα της τάξης του 1% του ΑΕΠ. Το μείγμα εσόδων και δαπανών θα πρέπει να λάβει σαφές αναπτυξιακό πρόσημο, ενδεικτικά με συνέχιση ελάφρυνσης της μισθωτής εργασίας και στοχευμένη χρήση θετικών μέτρων για ηλεκτρονικές συναλλαγές ως κίνητρο για στροφή από την άτυπη στην τυπική οικονομία.

Χαμηλώνει ο «πήχης» για την ανάπτυξη

Το ΙΟΒΕ, λαμβάνοντας υπόψη τη χειρότερη από το αναμενόμενο εξέλιξη της πανδημίας, μειώνει ελαφρώς την πρόβλεψή του για την ανάπτυξη φέτος στο 3,5% - 4%, ενώ στην προηγούμενη τριμηνιαία έκθεση προέβλεπε ρυθμό 4% έως 4,3%. Στο δυσμενές σενάριο, όπου κυρίως υπολογίζεται μια χειρότερη από το αναμενόμενο επίδοση του τουρισμού φέτος, το ΙΟΒΕ εκτιμά ότι η ανάπτυξη θα μπορούσε να συρρικνωθεί σε 1,5% με 2%.

«Συνολικά, στη χώρα μπορεί να αναμένεται ισχυρή ανάκαμψη της οικονομίας στο δεύτερο μισό του έτους και μεγέθυνση συνολικά, χωρίς όμως να αποκλείονται νέα προβλήματα και αβεβαιότητες. Σε κάθε περίπτωση, οι προκλήσεις εξισορρόπησης και δομικής μεταρρύθμισης της ελληνικής οικονομίας παραμένουν εντονότερες από ποτέ», σημειώνεται χαρακτηριστικά.

Ως σημαντικότερη πρόκληση θεωρείται η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. «Η σημαντικότερη πηγή ανησυχίας στο επόμενο διάστημα», τονίζεται, «αφορά το πόσο γρήγορα θα μπορεί να δημιουργεί η ελληνική οικονομία νέες θέσεις εργασίας με ικανοποιητικές αμοιβές και ταυτόχρονα εάν και πώς θα υποβοηθηθούν να μεταβούν σε περισσότερο δυναμικούς κλάδους και επιχειρήσεις εργαζόμενοι και άνεργοι. Σε συνέχεια του δημόσιου τομέα και του κλάδου των κατασκευών που σταμάτησαν να λειτουργούν ως σημαντική πηγή θέσεων απασχόλησης ήδη από την αρχή της δεκαετούς κρίσης, η νέα κρίση πλήττει άμεσα κεντρικές περιοχές της απασχόλησης όπως ο τουρισμός, το λιανικό εμπόριο, η εστίαση και οι μετακινήσεις. Ως εκ τούτου, είναι απαραίτητη η εφαρμογή μέτρων ενίσχυσης της εργασίας με συστηματική μείωση του φορολογικού και ασφαλιστικού της βάρους και στοχευμένα προγράμματα ενεργητικών πολιτικών. Ταυτόχρονα, είναι κρίσιμη η εφαρμογή καινοτόμων και αποτελεσματικών προγραμμάτων κατάρτισης σύμφωνα με τα καλύτερα διεθνή πρότυπα».