Πολιτική

Brexit: Ο Κάμερον αυτοπαγιδεύτηκε


Την ώρα που η ΕΕ δέχεται πλήγματα από πολλές πλευρές και βρίσκεται ενώπιον μεγάλων προβλημάτων - ασθμαίνουσα οικονομία, δημοσιονομικά, προσφυγικό - το Brexit  είναι ένας ακόμη «πονοκέφαλος» και αποκτά σημαίνουσα θέση στην ατζέντα των συζητήσεων για τα ευρωπαϊκά θέματα.

Του Σωτήρη Γκολφινόπουλου 

Προαναγγέλοντας δημοψήφισμα για παραμονή ή έξοδο της χώρας από την ΕΕ, ο συντηρητικός πρωθυπουργός Κάμερον κατάφερε να σαρώσει στις τελευταίες εθνικές εκλογές. Αφαίρεσε ψήφους από τον νεοπαγή σχηματισμό του λαϊκιστή αντιευρωπαϊστή Φάρατζ, κατατρόπωσε τους Εργατικούς και παρέμεινε στην εξουσία.

Τώρα όμως είναι εγκλωβισμένος στις δικές του επιλογές, που υπαγορεύθηκαν από εκλογικές σκοπιμότητες.

Το ζήτημα του Brexit  επανέρχεται κάθε τόσο στο προσκήνιο, αλλα ουσιαστική συζήτηση δεν έχει γίνει ως προς το τι πρέπει ν’ αλλάξει στην ΕΕ για να μπορεί η Βρετανία να μείνει. 

 Το θέμα αυτό αντιμετωπίζεται ακροθιγώς, ενώ πολλοί ανέμεναν ότι από την επόμενη ημέρα εκλογών ο Κάμερον θα προσπαθούσε να  εκπονήσει ένα  συνεκτικό σχέδιο επαναδιαπραγμάτευσης των όρων συμμετοχής του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ενωση.

Ιστορικά, η Μ.Βρετανία πάντα ένιωθε πιο κοντά στον υπερατλαντικό εξάδελφό της. παρά στα υπόλοιπα κράτη της Γηραιάς Ηπείρου. Ακόμη, και η σημερινή παρουσία της στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι μόνο α λα καρτ μπορεί να χαρακτηρισθεί, αφού η βρετανική πολιτική ηγεσία δρα κατά περίπτωση, υιοθετώντας ενίοτε διασταλτική και άλλοτε κατά γράμμα ερμηνεία των ευρωπαϊκών συνθηκών. 

Τα αρνητικά της εξόδου

Όμως η Βρετανία έχει να χάσει πολλά αν φύγει από την ΕΕ. Δεν είναι μόνο τα οφέλη από τη συμμετοχή σε μία επιφανειακή, χαλαρή ένωση κρατών. Μεγαλύτερο θα είναι το κόστος της απομόνωση που θα αντιμετωπίσει, αν αποφασίσει να επιστρέψει στις «πατριωτικές ρίζες».

Ηδη οι ΗΠΑ κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου. Από επίσημα χείλη του Στέιτ Ντιπάρτμεντ διατυπώνεται  η άποψη ότι η Βρετανία δεν πρόκειται να καρπωθεί οικονομικά οφέλη από την ενδεχόμενη υπογραφή της συμφωνίας TTIP ανάμεσα σε ΕΕ-ΗΠΑ, σε περίπτωση που αποφασίσει να θέσει εαυτόν εκτός ΕΕ. 

Και δεν είναι μόνο αυτό. Υπάρχουν  άλλοι δύο σοβαροί παράμετροι που είναι αναγκασμένη να λάβει υπόψη η ιθύνουσα πολιτική τάξη στο Λονδίνο:

- Η Βρετανία έχει απόλυτα στενές εμπορικές σχέσεις με κράτη- μέλη της ΕΕ και η εμπορική «αιμορραγία» που υπαινίσσονται οι Αμερικανοί,  θα επηρέαζε αισθητά  το ΑΕΠ της. 

- Η ενότητα του Ηνωμένου Βασιλείου  μπορεί να τεθεί πάλι σε κίνδυνο.  Η  Σκωτία παρέμεινε στους κόλπους του  λόγω της πιθανότητας να τεθεί εκτός ευρωπαϊκής οικογένειας σε περίπτωση απόσχισής. Αν τώρα το Λονδίνο επιλέξει Brexit, οι Σκώτοι δεν θα έχουν πλέον λόγο να μην επιδιώξουν ανεξαρτησία.

Σε όλα αυτά πρέπει πρέπει να προστεθεί ο οικονομικός και ο γεωπολιτικός παράγοντας, που συναρτώνται με το ρόλο του Λονδίνου ως παγκόσμιου  χρηματοοικονομικού και εκπαιδευτικού-πανεπιστημιακόού κέντρου. Αν η Μ. Βρετανία βρεθεί εκτός ΕΕ, ασφαλώς αυτός ο ρόλος θα αποδυναμβωθεί.

 Στα «μέτρα»  του Λονδίνου

Επιλέγοντας να κρατά ανοιχτό το ενδεχόμενο του Brexit, ο Κάμερον  έχει καταφέρει να παραμερίσει πολιτικά τον Φάρατζ  - τίποτε περισσότερο, Όμως με την τακτική αυτή έχει δώσει πολιτικό χώρο σε ομάδες εντός των Συντηρητικών, οι οποίες με τις απόψεις και τη στάση τους σε κρίσιμα ζητήματα θέτουν σε δοκιμασία  την ενότητα του κυβερνώντος κόμματος.

Αναλυτές και πολιτικοί σχολιαστές στο Λονδίνο  λένε  τώρα ότι αντί να αφήνει να επικρέμαται ως απειλή το ενδεχόμενο αποχώρησης  από την ΕΕ, ο Βρετανός πρωθυπουργός πρέπει  να υιοθετήσει θετική στάση και να δεί τι μπορεί  ν αλλάξει στην ΕΕ και πώς η Ενωση μπορεί να  προσαρμοσθεί περισσότερο  στα «μέτρα»  του Λονδίνου. Για να βγει  από την πολιτική «παγίδα» που ο ίδιος δημιούργησε, καλείται να αναδιαμορφώσει τη στρατηγική του, με κατεύθυνση τη συνεισφορά της Βρετανίας στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Χρειάζεται ολοκληρωμένο σχέδιο κι  ένα σύνολο πραγματιστικών  προτάσεων. 

Διαφορετικά, όλα θα μένουν ανοιχτά και η Βρετανία θα χάσει την ιστορική ευκαιρία να συμμετάσχει ενεργά στα κοινά της Ευρώπης, ως αντισταθμιστικός μοχλός πίεσης στη δύναμη του Βερολίνου.

 Και οι δύο χώρες έχουν να χάσουν από έναν ενδεχόμενο χωρισμό, αλλά οι συνέπειες για το «Νησί» θα είναι ακόμη βαθύτερες.