Με Άποψη

Η ώρα των κυβερνήσεων στην Ευρωζώνη


Ας είμαστε ρεαλιστές: η Ευρώπη αποτελεί τη χειρότερη «νότα» στο παγκόσμιο «πεντάγραμμο» της ύφεσης που έρχεται.

Διανύοντας το δεύτερο συναπτό τρίμηνο συρρίκνωσης του ΑΕΠ της και με μία κυβέρνηση που δεν μπορεί να ξεφύγει από τη λογική των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών (τη μεγαλύτερη κληρονομιά του Σόιμπλε) η Γερμανία εισέρχεται σε ύφεση. Ο βιομηχανικός τομέας σημείωσε τον Αύγουστο τη μεγαλύτερη κάμψη των τελευταίων 10 ετών και εν συγκρίσει με πέρυσι η βιομηχανική παραγωγή υπολείπεται κατά 4,2%.

 Του ΠΑΡΙ ΜΑΓΕΙΡΙΑ*

Στον ευρωπαϊκό Νότο, προσπερνώντας το 10ετές Ελληνικό «δράμα» συναντάμε την λιγότερο ωφελημένη χώρα από το κοινό νόμισμα: Είκοσι χρόνια «ευρώ» δεν κατάφεραν να αλλάξουν πολλά για την Ιταλία. Υψηλή φορολογία, αυξανόμενο δημόσιο χρέος και προβληματικές τράπεζες φορτωμένες με κόκκινα δάνεια είναι «αγκάθια» που ταλανίζουν επί χρόνια την οικονομία της γειτονικής χώρας.

Πέραν των κόκκινων δανείων οι τράπεζες παρουσιάζουν μεγάλη έκθεση σε ιταλικά ομόλογα (πάνω από το 10% του συνόλου των περιουσιακών τους στοιχείων). Αυτό αποτελεί κίνδυνο όσο η χώρα αντιμετωπίζει δημοσιονομικά χρεόγραφα και οι αποδόσεις των χρεογράφων της ανεβαίνουν (οι τιμές πέφτουν).

Η μόνη που κάνει κάποιες δειλές προσπάθειες να τονώσει την οικονομία της αυξάνοντας τις δαπάνες και εμφανίζει σημάδια αντίστασης, είναι η Γαλλία. Οι προσπάθειες του προέδρου Μακρόν να μειώσει κάποιους φόρους φαίνεται ότι αποδίδουν καρπούς, παρά την αβεβαιότητα του Brexit. Ομως αυτό δεν είναι αρκετό για να τονωθεί η ανάπτυξη.

Στο Ηνωμένο Βασίλειο το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος του 2016 έμελλε να φέρει 3 χρόνια διαπραγματεύσεων και αγωνίας για την επόμενη μέρα. Η τραγική ειρωνεία είναι ότι μετά από μία τριετία χρόνια σκληρών διαπραγματεύσεων και προσπαθειών να καταλήξουν σε συμφωνία, το πιθανότερο σενάριο είναι αυτό το οποίο πάλευαν να αποφύγουν αμφότεροι - ΕΕ και Ηνωμένο Βασίλειο: Το Brexit χωρίς συμφωνία (no-deal).

Εξαντλήθηκαν τα όπλα της ΕΚΤ

Εν μέσω αυτών των κινδύνων, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αναθεώρησε εκ νέου επί τα χείρω τις προβλέψεις για την ανάπτυξη της Ευρωζώνης: Αναμένει αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,1% το τρέχον έτος, +1,2% το επόμενο και 1,4% το 2021. Για τον πληθωρισμό προβλέπει ετήσιο ρυθμό 1,2% φέτος, 1% την επόμενη χρονιά και 1,4% το 2021 - μακριά από τον στόχο του «κοντά αλλά όχι πάνω από 2%».

Έτσι ο Ντράγκι έβγαλε από τη φαρέτρα της ΕΚΤ το τελευταίο της «όπλο», δίνοντας παράλληλα ένα τελευταίο δώρο στις αγορές: «Εσπρωξε» το βασικό επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων ακόμη πιό βαθιά σε αρνητικό έδαφος (στο -0,5%) και ξεκίνησε εκ νέου το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE2), που ανέμεναν εδώ και καιρό οι επενδυτές.

Παρουσιάζοντας τις αποφάσεις της ΕΚΤ στις 12 Σεπεμβρίου, ο απερχόμενος πρόεδρος της ΕΚΤ είπε:

«Θυμάστε που έλεγα ότι όλα τα εργαλεία είναι στο τραπέζι, έτοιμα να χρησιμοποιηθούν; Λοιπόν, σήμερα τα χρησιμοποιήσαμε».

Ηταν ένα έμμεσο αλλά σαφές μήνυμα προς τις κυβερνήσεις της Ευρωζώνης ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εξάντλησε όλες τις δυνατότητες και τα περιθώρια χειρισμών - η σκυτάλη περνάει πλέον σ’ αυτές.

Η ΕΚΤ δεν έχει πράγματι άλλα περιθώρια, ούτε μπορεί να βρεί καινούργια “εργαλεία”.  Η ποσοτική χαλάρωση δεν μπορεί να συνεχιστεί επ’ άπειρον. Πρωτίστως διότι τα αποτελέσματα της γίνονται όλο και λιγότερο ουσιαστικά. Κατά δεύτερο λόγο επειδή η ΕΚΤ έχει θέσει ανώτατο όριο 33% για το ποσοστό των ομολόγων μίας χώρας που μπορεί να αγοράσει. Συνεπώς, η διάρκεια ζωής του προγράμματος αυτού θα είναι μικρή.

Τώρα είναι η ώρα των κυβερνήσεων να πράξουν αναλόγως, εγκαταλείποντας την εμμονή των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών και να πάψουν να πιστεύουν ότι η νομισματική πολιτική μπορεί να αντικαταστήσει τη δημοσιονομική.

Προχθές η Γαλλία πρότεινε ένα «σύμφωνο ανάπτυξης» για την οικονομία της Ευρωζώνης καλώντας και πάλι τις κυβερνήσεις του Βορρά να ξοδέψουν περισσότερα. Μένει να φανεί αν πράγματι οι κυβερνήσεις αντιληφθούν το μέγεθος της επερχόμενης ύφεσης, αναγνωρίσουν εγκαίρως τον κίνδυνο και κινηθούν για να τον αποτρέψουν.

* Φοιτητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Ακολουθήστε το Sofokleousin.gr στο Google News
και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις