Η κεντρική τράπεζα της Τουρκίας μείωσε σήμερα, όπως αναμενόταν, το βασικό επιτόκιό της κατά μισή ποσοστιαία μονάδα στο 8,25%, εκμεταλλευόμενη την πρόσφατη ενίσχυση της λίρας.
Η κεντρική τράπεζα χαρακτήρισε την ένατη κατά σειρά μείωση του επιτοκίου της «συγκρατημένη» και ανέφερε ότι υπάρχουν ενδείξεις πως η τουρκική οικονομία πιθανόν να έφθασε στο χαμηλότερο επίπεδό της νωρίτερα τον Μάιο, μετά την καθίζηση της δραστηριότητας τον Απρίλιο λόγω των μέτρων για τον περιορισμό της έξαρσης του κορονοϊού. Το επιτόκιο αναφοράς για repo μίας εβδομάδας μειώθηκε από το 8,75%, με την κεντρική τράπεζα να συνεχίζει τον επιθετικό κύκλο χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής που άρχισε τον περασμένο Ιούλιο, όταν το επιτόκιο ανερχόταν στο 24%.
Η κεντρική τράπεζα προχώρησε στην κίνηση αυτή, παρά τις ανησυχίες για τα μειωμένα συναλλαγματικά διαθέσιμα της Τουρκίας που είχαν οδηγήσει την τουρκική λίρα σε ιστορικά χαμηλό επίπεδο στις 7 Μαΐου. Έκτοτε, το τουρκικό νόμισμα έκανε ράλι λόγω των προσδοκιών για χρηματοδότηση από το εξωτερικό, μειώνοντας τον πληθωριστικό κίνδυνο. Η λίρα έχει υποχωρήσει περίπου 13% από την αρχή του έτους αλλά παρέμεινε σταθερή μετά τη νομισματική χαλάρωση, η οποία οδήγησε τα πραγματικά επιτόκια της Τουρκίας σε αρνητικό έδαφος για τους καταθέτες σε τουρκικό νόμισμα.
Η κεντρική τράπεζα σημείωσε ότι ο πληθωρισμός αναμένεται να κινηθεί σύμφωνα με την πρόβλεψή της και να διαμορφωθεί στο 7,4% στο τέλος του έτους λόγω των χαμηλών τιμών των εμπορευμάτων, παρά την πρόσφατη υποτίμηση της λίρας που προκλήθηκε από «διεθνείς εξελίξεις». Αν και υπήρξε μία «έντονη» εξασθένηση της οικονομίας τον Απρίλιο, η τράπεζα ανέφερε ότι υπάρχουν ενδείξεις πώς το πρώτο δεκαπενθήμερο του Μαΐου αυτή έφθασε στο χαμηλότερο επίπεδο, μετά τα μέτρα που ελήφθησαν στην κατεύθυνση της μερικής ομαλοποίησης». Πρόσθεσε ότι παρακολουθεί τα βήματα ομαλοποίησης σε άλλες χώρες και αναμένει πως το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών θα ακολουθήσει μία «συγκρατημένη πορεία» φέτος, καθώς οι εισαγωγές είναι περιορισμένες. Ο αντίκτυπος από την έξαρση της πανδημίας έπληξε βαριά την εγχώρια ζήτηση, τον τουρισμό και τις εξαγωγές και αναμένεται να ρίξει την οικονομία στη δεύτερη ύφεσή της σε λιγότερο από δύο χρόνια.