Οικονομία

Ιταλία, Γαλλία και Ισπανία έχουν τους περισσότερους ανέργους στην ΕΕ 


Υπερβολικά μεγάλο ποσοστό ανέργων έχουν η Ιταλία, η Γαλλία, και η Ισπανία, αν και οι οικονομίες τους έχουν ξεφύγει  από την ύφεση.

Από το 2017, μετά το τέλος της ύφεσης, η ανεργία στα περισσότερα κράτη της ένωσης έχει πέσει εκεί που βρισκόταν πριν την οικονομική κρίση. Εξαιρέσεις η Ιταλία, η Γαλλία και η Ισπανία, που συγκεντρώνουν τον υψηλότερο αριθμό ανέργων σε όλη την ΕΕ.

Παρά τους ασθενείς ρυθμούς ανάπτυξης, η Ευρώπη κατορθώνει να δημιουργήσει θέσεις εργασίας. Τον περασμένο Σεπτέμβριο οι απασχολούμενοι στην ΕΕ ανέρχονταν σε 241,5 εκατ., "το υψηλότερο επίπεδο που έχουμε επιτύχει ποτέ", θριαμβολογούν οι Βρυξέλλες.

Ομως τα στοιχεία αυτά αποκρύπτουν την πραγματική εικόνα, που έχει δύο όψεις.

Την ώρα που κάποιες από τις χώρες της ΕΕ (Γερμανία, Αυστρία, Ολλανδία, Τσεχία και Βρετανία) όχι μόνον έχουν ποσοστά ανεργίας χαμηλότερα του 4%, αλλά συνάμα καταγράφουν έλλειψη εργατικού δυναμικού, οι χώρες που βρέχονται από τη Μεσόγειο συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο "αποθεματικό" ανέργων.

Παρότι η έκθεση βασίζεται στα στοιχεία του 2018, η Eurostat επιβεβαιώνει πως η εικόνα παραμένει η ίδια και έως τον περασμένο Οκτώβριο. Βάσει αυτών, η Ισπανία, η Γαλλία και η Ιταλία καταγράφουν 8,3 εκατ. ανέργους, που αντιστοιχεί στο 53,3% του συνολικού αριθμού στην ΕΕ.

Το βάρος αυτό είναι σημαντικό για τον συνολικό απολογισμό της Ένωσης, αλλά και των ίδιων των χωρών, καθώς, όπως τονίζεται στην έκθεση, υπάρχουν "μεγάλες διαφορές σε περιφερειακό επίπεδο", εφόσον ορισμένες ζώνες στην Ελλάδα, την Ιταλία και την Ισπανία καταγράφουν ποσοστά ανεργίας άνω του 20%.

Με βάση τα ευρωπαϊκά στοιχεία, η οικονομία της ηπείρου δεν έχει καταφέρει ακόμη να καταπολεμήσει ένα από τα μεγαλύτερα δεινά που μαστίζει την ποιότητα της εργασίας, την εποχιακή και μερική εργασία, μία μορφή εργασίας που κατ' αυτήν "θα αποτελέσει το εφαλτήριο των εργασιακών σχέσεων για το μέλλον" Σύμφωνα με τις Βρυξέλλες, η χώρα με το μεγαλύτερο ποσοστό τέτοιων μορφών εργασίας είναι η Ισπανία (πάνω από τους μισούς εργαζόμενους).

Επίσης η χώρα αυτή συγκαταλέγεται μεταξύ των κρατών όπου η μετάβαση στη μόνιμη απασχόληση απαιτεί μεγαλύτερο χρόνο και μεγαλύτερο κόστος.

Επίσης, όπως επισημαίνεται στην έκθεση, "η ισχυρή ανάκαμψη" όχι μόνον δεν μείωσε "το ποσοστό του πληθυσμού που ζει στα όρια της φτώχειας", αλλά αντιθέτως σημειώθηκε αύξηση, κατά ένα εκατ. ανθρώπους, στον αριθμό τους μέσα στο 2018.

Συνολικά, 86 εκατ. άνθρωποι (το 17,1%) στην ΕΕ διαβιούν με εισοδήματα κάτω του 60% του εθνικού μέσου εισοδήματος. Επίσης κάποιες χώρες--Ρουμανία, Λουξεμβούργο, Ισπανία κι Ιταλία--δεν κατόρθωσαν να μειώσουν τον αριθμό των ανθρώπων που καίτοι έχουν εργασία διατρέχουν τον κίνδυνο να διαβούν τα όρια της φτώχειας. Ακόμη κι εάν στην έκθεση σημειώνεται πως σε χώρες, όπως η Ισπανία, ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε κατά 22,3%.

Αλλο ένα σημαντικό πρόβλημα για την Ευρώπη συνιστά το κόστος της στέγασης, με έναν στους 10 πολίτες της να πληρώνει "υπερβολικές δαπάνες" για την κατοικία του, διαθέτοντας γι' αυτές το 40% των εισοδημάτων του. Για το δε 4,9% εξ αυτών οι στερήσεις είναι δυσβάστακτες, ενώ το 1,9% δεν διαθέτει στην κατοικία του μπάνιο και τουαλέτα. Βέβαια, σημειώνεται πως η πολιτική της μείωσης των επιτοκίων έχει συμβάλλει στα τελευταία χρόνια σε μία ελάφρυνση των επιβαρύνσεων αυτών.

Για την Ελλάδα, η έκθεση συμπεραίνει πως είναι μία από τις χώρες με το υψηλότερο ποσοστό εξόδων για στέγαση, με το 40% των νοικοκυριών να δαπανά άνω του 40% των εισοδημάτων του για τον σκοπό αυτό. Πάνω από τον μέσο όρο βρίσκονται η Βουλγαρία, η Βρετανία, η Δανία, η Γερμανία κι η Ρουμανία και τα προβλήματα εστιάζονται κυρίως σε όσους δεν έχουν υψηλά εισοδήματα κι ιδιόκτητη περιουσία και αναγκάζονται να ενοικιάζουν στέγη.
Πηγή: ΑΠΕ - ΜΠΕ
 

Διαβαστε επισης