Πολιτική

Γιατί δε θα ήθελα να επιστρέψουμε στη Δραχμή;


Σε όλη τη νεώτερη ιστορία της, η Ελλάδα έχει υπάρξει αρκετά κακή στη διαχείριση του νομίσματός της: Την εικοσαετία 1953-1973 η Ελλάδα είχε ρυθμό ανάπτυξης 6,9%, τη δεύτερη καλύτερη επίδοση μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ (με πρώτη τη Ιαπωνία). Ο πληθωρισμός από το 1955 μέχρι το 1972 ήταν 2,5%. Αυτό επετεύχθη γιατί η δραχμή είχε κλειδωμένη ισοτιμία με το δολάριο (30 δραχμές το δολάριο).

Το σύστημα ισοτιμιών του Bretton Woods εγκαταλείφτηκε το 1973. Από τότε και μέχρι την κατάργησή της η δραχμή έχανε κατά μέσο όρο 8,7% το χρόνο έναντι του δολαρίου. Ο πληθωρισμός ήταν κοντά στο 20%, και έπεσε μετά την εισαγωγή της πολιτικής της σκληρής δραχμής το 1994 στο 4,9%.

Το αποτέλεσμα ήταν η αύξηση του ΑΕΠ να περιοριστεί στο 1,9% (1974-2000). Όμως, ο μέσος όρος είναι ελαφρός απατηλός καθώς από το 1995 ήταν 3,5%. Από το 1980 μέχρι το 1994 ήταν 0,8%. Την ίδια περίοδο το χρέος πήγε από το 25% στο 110% του ΑΕΠ. 

Έτσι είναι προφανές ότι η διαχείριση του νομίσματος δεν είναι από τα δυνατά μας σημεία. Η επιχειρηματολογία υπέρ της δραχμής συνίσταται στην βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των εξαγωγών. Όμως, οι εξαγωγές είναι 13% του ΑΕΠ. Η υποτίμηση που αυτό συνεπάγεται θα σημαίνει μείωση του διαθεσίμου εισοδήματος όλων μας, αντίστοιχη (μεγαλύτερη) από αυτή που προβλέπουν τα προγράμματα στήριξης.

Από την άλλη, εάν δοθούν αντισταθμίστηκες αυξήσεις στους μισθούς το όποιο κέρδος σε ανταγωνιστικότητα εξανεμίζεται και μπαίνουμε σε πληθωριστικό κύκλο υποτίμησης-αυξήσεων αντίστοιχο με την ΑΤΑ της δεκαετίας του 1980.

Ο μόνος τρόπος λοιπόν να πετύχει η δραχμή είναι με σκληρότερη οικονομική πολιτική από αυτή των μνημονίων.

--------------------
*Οικονομικός Αναλυτής